ένα αδύναμο πρωινό, έξω στην αυλή δυο παλιές σακούλες αγκάλιαζαν λίγο νερό και θύμισαν σε κάποιον πως έβρεχε τα μεσάνυχτα, ένα χέρι έβαφε μια πόρτα που η αναπνοή του χρόνου την είχε κάνει κάπως κίτρινη σαν τα δάχτυλα που κρατάνε το τσιγάρο
το άσπρο, δυνατό, κάλυπτε το παλιό χρώμα και κάποιος αισθάνθηκε σαν να σβήνει κάτι μέσα του
το κίτρινο αυτό το βρήκε και στα μικρά καλοριφέρ του σπιτιού, και αυτό το χρώμα ταίριαζε με ένα τσουχτερό βιβλίο με μικρά μικρά μικρά μικρά γράμματα
ήταν η εποχή πριν του επιτεθούν οι μυρωδιές, και την λέξη μελαγχολία μπορούσε να την πει χωρίς να συγκρατήσει τη φωνή του όπως κάνει για όλες τις λέξεις
τι να κάνω, σκέφτηκε, πήρε μια αναπνοή που απολίθωσε κάτι συναισθήματα...