κοιτώντας τις ρυτίδες κάποιου προσώπου και βιώνοντας εκείνη την ορμητική νοσταλγία, θέλεις τόσο να μιλήσεις για αυτό, για τις ρυτίδες, εκείνη τη στιγμή συζητάς για έναν αποχωρισμό, για κάτι δύσκολο που θα αλλάξει κάτι στη ζωή και βλέπεις τον χρόνο, τον βλέπεις και όσο ακούς άλλο τόσο γυρεύεις εκείνη τη ρυτίδα στο πρόσωπο, θα ένιωθες πραγματικά γελοίος αν το άγγιζες άλλο τόσο αν μιλούσες για αυτό, σαν να σου ανακοινώνουν κάτι σημαντικό και εσύ δένεις τα κορδόνια σου με αφοσίωση

το πρόβλημα είναι πως όλα αυτά που καμιά φορά φοβόμαστε και τα φανταζόμαστε σαν να είναι απολιθωμένα ζώα, ξαφνικά να ζωντανεύουν, εκείνη τη στιγμή εύχεσαι να μην το είχες φανταστεί, να πείσεις τον εαυτό σου πως επρόκειτο για κάποια ψευδαίσθηση και εκείνη την ώρα ακριβώς η ανάγκη για μια ψεύτικη καθησύχαση σε εγκαταλείπει και η φρίκη σαν ανεξίτηλη μπογιά που αφού χύθηκε δεν θα χαθεί, σίγουρα με το χρόνο, μα με το χρόνο και εσύ θα χανόσουν το ίδιο