Χειρότερο απ’ όλα η απόλαυση
ε κ ε ί ν η
η αηδιαστική αγωνία  
για να τρέμω, 
δηλαδή
είναι ο καφές που ζωντανεύει στο στομάχι μου
την ίδια ανησυχία και απορία.
Πίεσε με όπως η θάλασσα
ε κ ε ί
αγκίστρια να με τραβάνε,
απ’ όσα κάποτε ζήτησα
με τρυφερότητα και ξεφτίλα.
Που μπόρεσα να ξεφτιλίσω όσα πίστεψα
που μπόρεσα και μετάνιωσα για όσα
μπόρεσα και δεν έκανα κάτι για να μην μπορέσω, να πράξω. 
Που μπόρεσα να δω τρυφερά όσα και μόνο σε έκαναν να νιώθεις τρυφερά. 
Που αντί να πάρω την σαπίλα όλη και να την φροντίσω, μέχρι να με βαρεθεί, την πήρα και την μοίρασα, μαζί με μένα.
Χάνεις πραγματικά
σε πεδίο μάχης που διάλεξες
που ακόμα και τα χέρια σου
σου επιτίθενται.

Στο στομάχι μου
κ ο ι μ ή σ ο υ.
Δεν θα είμαι εδώ. 




Η ατ
έλεια ολοκληρώνεται από την πρώτη στιγμή ύπαρξης. Αγόρασα ένα φλιτζάνι με σπασμένο αυτί. Αδυνατούσα να το φανταστώ  ολόκληρο, όπως αδυνατώ να φανταστώ πως θα επέτρεπα να θυμηθώ τον εαυτό μου σήμερα~ πίσω σε κάποιες μέρες ριγμένες στην κίτρινη αχνή ομίχλη, με μια ναυτία στο στομάχι και κάποια μάτια που σχημάτισαν το πρόσωπο μου. Δεν υπάρχει κάτι πιο πληρέστερο από κάτι ασύνδετο με τη φύση του. Η καρδιά μου με πονάει σαν ξένο σώμα γράφει ο Πεσσόα. Η ατέλεια αναπνέει. Το τέλειο με ζαλίζει. Οι αναμνήσεις ζαλίζουν. Το τέλειο είναι κατασκεύασμα.  Η φύση είναι ένα τίποτα. Για να ζήσω, μεταδίδομαι. Είναι αβέβαιο πως επεκτείνομαι σαν σκληρό δίχτυ που κόβεται από το βάρος που συγκρατείΈνα μονάχα νήμα.  Χύνομαι. Το σαγόνι μου καταλαβαίνει τους ανθρώπους. Τα μάτια μου μετατρέπουν το λυγισμένο προς τα μέσα ~καπάκι της μπύρας που μοιάζει με κοχύλι, με οδοντοστοιχία, με τέλος της κουρτίνας που δεν φτάνει το πάτωμα και ζαρώνει.    
Έξω από μένα είναι όλα παραδομένα και αλλού. Πάντα αλλού. Εντός μου, νεκρώνω ήδη το βασίλειο του αλλού και είμαι σε ένα λεωφορείο μοναχός στην πιο άβολη θέση, ωστόσο κάθομαι. Αναπνέω προς τα μέσα, φτάνω μέχρι το τέλους του οισοφάγου μου. Ισχυρίζομαι. Δεν εισβάλλει ο χρόνος και περισσεύει. Μεταδίδομαι γιατί ζω από αντοχή. Ο νεκρός υποφέρει στη ζωή. Η εκβιασμένη χαρά είναι πιο πιθανή από τη χαρά που ονειρεύεται κανείς. Και ονειρεύομαι όλους εκείνους ζουν με ανυπομονησία. Που σκαρφαλώνουν σε δέντρα και τρώνε άγουρα φρούτα. 
Διστάζω. 

Προτελευταίο ποίημα

Η βία και η παραίτηση
είναι το ίδιο πράγμα.
Και ότι μοιάζει
και ότι δεν μοιάζει,
ποτέ δεν θα μας ανήκει.

Ότι μας ανήκει
δεν έχει ιδιότητα
ούτε φωνή,
ούτε χνούδι.
Η βία και η παραίτηση
είναι το ίδιο πράγμα,
δηλαδή
έτσι πως ξυπνώ
έτσι ακριβώς υποχωρώ
και υποχωρώ
σέρνομαι, είτε πάνω σε πληγωμένο κορμί
είτε σε τόσο μαλακό σεντόνι-  που η άγρια πλάτη μου
από την ακινησία και τον ύπνο
θα ανατριχιάσει
και θα μπερδευτούν όλα
και θα μοιάζει με χάδι
μα ότι μοιάζει
και ότι δεν μοιάζει
δεν μας αγγίζει. Πράγματι.

Ποτέ δεν είδα
όσα πίστεψα.

Όταν αδικείς το ποίημα είναι επειδή δεν το καταλαβαίνεις. Το να γράφεις ποιήματα είναι επειδή δεν ξέρεις τι θες να πεις. Ωστόσο ότι διαβάζεις αυτή τη στιγμή είναι ένα ποίημα.  Ναι είναι. Εσκεμμένο είναι οτιδήποτε πεθαίνει για να μην ειπωθεί. Το ποίημα θα σκοτώσει τον ποιητή λέει ο Σιοράν. Και οτιδήποτε πεθαίνει, σημαίνει πως υπήρχε. Δηλαδή, υπάρχει μόνο ότι τελειώνει, πριν τελειώσει. Δεν ζω στο ποίημα αυτό.






Κατάντησα να κοιμάμαι ευτυχισμένος,
ήταν σα να έσερνα δέκα σκυλιά σε ένα τούνελ
κομμουνιστικής πολυκατοικίας,
μπορεί και άνθρωποι,
γάβγιζαν πάντως
και άκουγα φωνές
έσταζαν γυαλιά από τις φωνές,
σε ένα γυαλί είδα πως είμαι μεθυσμένος
έτσι αποφάσισα να πιώ για να ξεμεθύσω.
ότι φαίνεται είναι λίγο