Ο εαυτός μας είναι η τελειοποιημένη μοναξιά. Ακίνδυνη και ακατάπαυστη, απαλλαγμένη από καθετί άγνωστο ή γνωστό. Διχασμένο σαν κύμα που δεν γνωρίζουμε αν η θάλασσα ή τα χείλη της γης το εγκαταλείπουν.  Όσα δώσαμε, δεν είναι δικά μας, για αυτό δεν τα αναζητάμε. Αναμένουμε. Δεν δίνουμε τον εαυτό μας, δεν μοιράζεται η μοναξιά, δεν μπορεί να μοιραστεί. Ένα αόρατο αγκίστρι μας τραβάει αλλού. Μας τσακίζουν από τα ρούχα και εμείς σπεύδουμε να φτιάξουμε το γιακά ή το μπουφάν μας. Νιώθουμε απελπιστικά τυχεροί όταν κάτι δεν μας τρομάζει.  Είμαστε μόνοι και στις χειρονομίες συνεπείς, στο συναίσθημα άπραγοι. Δεν χρησιμοποιούνται τα συναισθήματα. Δεν μπορούμε να γευτούμε τους εαυτούς μας. Η μοναξιά επιμένει. Υπάρχει μοναξιά, δεν υπάρχει ταξίδι. Οι υποτιθέμενες εικόνες του ταξιδιού συγχέονται με εκείνες του παρελθόντος. Αυτές είναι πράξεις ονειροπόλησης. Ένας άνθρωπος πηγαίνει πέρα δώθε στα βαγόνια ενώ το τρένο έχει σταματήσει αιώνες τώρα. Το ταξίδι υπήρχε και εμείς σερνόμαστε στο παρελθόν που δεν μας ανήκει. Υπάρχει η μοναξιά. Ο εαυτός μας είναι η τελειοποιημένη μοναξιά. Η μοναξιά επιμένει.