Ο εαυτός μας είναι η τελειοποιημένη μοναξιά. Ακίνδυνη και ακατάπαυστη, απαλλαγμένη από καθετί άγνωστο ή γνωστό. Διχασμένο σαν κύμα που δεν γνωρίζουμε αν η θάλασσα ή τα χείλη της γης το εγκαταλείπουν.  Όσα δώσαμε, δεν είναι δικά μας, για αυτό δεν τα αναζητάμε. Αναμένουμε. Δεν δίνουμε τον εαυτό μας, δεν μοιράζεται η μοναξιά, δεν μπορεί να μοιραστεί. Ένα αόρατο αγκίστρι μας τραβάει αλλού. Μας τσακίζουν από τα ρούχα και εμείς σπεύδουμε να φτιάξουμε το γιακά ή το μπουφάν μας. Νιώθουμε απελπιστικά τυχεροί όταν κάτι δεν μας τρομάζει.  Είμαστε μόνοι και στις χειρονομίες συνεπείς, στο συναίσθημα άπραγοι. Δεν χρησιμοποιούνται τα συναισθήματα. Δεν μπορούμε να γευτούμε τους εαυτούς μας. Η μοναξιά επιμένει. Υπάρχει μοναξιά, δεν υπάρχει ταξίδι. Οι υποτιθέμενες εικόνες του ταξιδιού συγχέονται με εκείνες του παρελθόντος. Αυτές είναι πράξεις ονειροπόλησης. Ένας άνθρωπος πηγαίνει πέρα δώθε στα βαγόνια ενώ το τρένο έχει σταματήσει αιώνες τώρα. Το ταξίδι υπήρχε και εμείς σερνόμαστε στο παρελθόν που δεν μας ανήκει. Υπάρχει η μοναξιά. Ο εαυτός μας είναι η τελειοποιημένη μοναξιά. Η μοναξιά επιμένει.


Κάποιες κλούβες τις αστυνομίας έκοβαν βόλτες στους δρόμους των Τιράνων και μόλις εντόπιζαν κάποιον νέο σε ηλικία των τράβαγαν μέσα χωρίς να το έχει πάρει χαμπάρι. Ο Γκέρι μου διηγήθηκε την ιστορία του. Γύριζε σπίτι και για να αποφύγει κάποια μεγάλη λακκούβα με νερό και λάσπη έκανε έναν μικρό κύκλο και δύο άτομα τον σήκωσαν και τον έριξαν σε ένα άβολο κάθισμα μαζί με κάποιους άλλους τύπους, κατάλαβε μονομιας ότι θα τον ρωτήσουν αν έχει κάνει στρατό, είπε πως ναι κατάλαβαν ότι έλεγε ψέματα.  Πικράθηκε μέχρι τα πόδια του. Είχε λίγες μονάδες στο κινητό. Έπρεπε να ενημερώσει γρήγορα τη μητέρα του ώστε να πάρει τον θείο του τηλέφωνο και αυτός με τη σειρά του να πάρει τηλέφωνο έναν καλό φίλο (με αξιωμα που σίγουρα θα τον γλίτωνε). Οι αστυνομικοί ειδοποιούν όσοι προλάβετε , προλάβατε. Μέχρι το αστυνομικό τμήμα μπορεί κανείς να κανονίσει να αποφύγει το στρατό, προσωρινά τουλάχιστον (μέχρι πριν 2-3 χρόνια ο στρατός ήταν υποχρεωτικός στην Αλβανία) οπότε ακόμα και να βρει κανείς κάποιον γνωστό για αναβολή εάν το όνομα του έχει γραφτεί στη λίστα τότε δεν θα αποφύγει το ξύρισμα του κεφαλιού και έπειτα 12 μήνες μέσα. Ιδρωμένος μαζί με τους άλλους ο Γκέρι έχει ήδη ειδοποιήσει σχεδόν ουρλιάζοντας τη μητέρα του « πάρε τον θείο, με πάνε στρατό». Τα κτήρια μοιάζουν να λιώνουν και ο προορισμός πλησιάζει. Όλα μοιάζουν να έχουν γκρεμιστεί και ο δρόμος ξαφνικά είναι υπερβολικά λειος και το αμάξι τρέχει με ασύλληπτη ταχύτητα. Τουλάχιστον για τον Γκέρι. Την στιγμή που η κλούβα πλησιάζει το αστυνομικό τμήμα, εκείνος τρέμει, ένας αστυνομικός σε ένα μπλοκάκι αναφέρει (όπως πάντα) τα ονόματα που ειδοποιήθηκαν από το γραφείο να αφεθούν ελεύθεροι, ο Γκέρι άκουσε το όνομα του, ήταν ο μόνος που γλίτωσε από την ομάδα, μα τι παράξενο. Θόρυβος, πολύς θόρυβος γέμισε τα αυτιά του, σχεδόν ρούφηξε κάθε ήχο που τον περιτυλιγε. Πρόλαβε λέει να δει έναν μικρόσωμο νεαρό που έκλαιγε. Τον έσπρωξαν έξω σαν σε χορευτική σκηνή. Στο δρόμο έκλαψε από χαρά και έχασε το κινητό σε μια από τις λακκούβες με νερό και λάσπη.

θυμάμαι στην διασταύρωση 21 Δεκεμβρίου υπήρχαν πάντα μερικά φορτηγά που έκλειναν τις πόρτες τους έν κίνηση καθώς σταματούσαν να πάρουν κάποιον επιβάτη για κάποια κοντινή γειτονιά. Μερικά είχαν μια μυρωδιά από ρούχα πλεκτά σε συνδυασμό με μια μυρωδιά μπανάνας.. Η διασταύρωση 21 Δεκεμβρίου ονομάστηκε έτσι για χάρη του Στάλιν (ημέρα γέννησής του) και ακόμα και σήμερα ο κόσμος αποκαλεί την γύρω περιοχή 21 Δεκεμβρίου.  Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν  γιατί ονομάζεται έτσι η διασταύρωση (όπως γράφει και ο Φατός Κονγκόλι σε κάποιο βιβλίο του) ενώ άλλοι δεν γνωρίζουν ότι σήμερα η διασταύρωση έχει άλλο όνομα, εκείνο του Κεμάλ Ατατούρκ.  Θυμάμαι συνήθως γυναίκες που για να αποφύγουν την παράξενη μυρωδιά του φορτηγού κολλούσαν στη μύτη τους ένα κομμάτι φλούδας από λεμόνι ή πορτοκάλι.   


όταν ο φιλόσοφος έλεγε ότι ζει σε μια ωκεάνια κατάσταση τότε το μόνο που δεν σκεφτόμουν θα ήταν το νερό,  οι χειρονομίες του μάλλον με βοηθούσαν και καταλάβαινα καλύτερα όταν προσπαθούσε να μου δείξει την κατάσταση αυτή, σαν κάποιον που θέλει να πιαστεί σε συρματοπλέγματα κάπως έτσι είμαστε γκαζωμένοι εμείς οι άνθρωποι έλεγε νομίζουμε, όλο νομίζουμε

επειδή έχω ανυπομονησία
ήρθα  (;)
αργοπορημένος  (ήρθα ;)
έπαθα όνειρα
λάστιχο
(από ανυπομονησία μήπως φτάσω πιο νωρίς ;)
προβλέπω αργά. 
η λάμπα για τις μύγες είναι κυκλώνας

Στα επικά μπουρδελα
πολλά σκαλιά
Κόκκινα δάχτυλα
που κάθε πρωί κουβαλάνε γυάλινα μπουκάλια
με άσπρο χωριάτικο γάλα
Ασαφέστατα
βράδυ ίδια μπουκάλια με ρακί και σκόνη αδιαφορίας
Κόκκινα
κόκκινα μήλα για τις ηρωικές οικογένειες
σαν ουρά μαύρη
σαν τενόρου το κοστούμι
Εγώ χρόνια μετά
προέκυψα
από μια σοσιαλιστική αγάπη
από κονε
Ασαφέστατα
γεννήθηκε η ζωή
χρόνια χωρίς φεγγάρια
χωρίς μπουρδέλα

αν αξίζαμε την μελαγχολία που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος για μας τότε μάλλον θα έπρεπε να καταλάβουμε καλύτερα τους εαυτούς μας. και όσο με καταλαβαίνω άλλο τόσο χάνω κάτι άλλο που είχα καταλάβει παλιότερα, δεν χωράνε όλα στην βαλίτσα μου. ανήκω σε χαμένες εντυπώσεις που έχτισα σε στιγμές υπεροψίας για μένα. πως όταν νιώθω εκλεκτός νιώθω και σιχαμερός όταν θυμάμαι με χαρά κάτι το οποίο δεν έζησα αλλά συνέβη. η μεταφορά συναισθημάτων είναι βία. τσακίζομαι σαν δειλός. γιατρεύομαι σαν δεν θέλω. 
όσο πιο παράξενες είναι οι αναμνήσεις μας
άλλο τόσο πιο ανιαρή είναι η ζωή μας

Όλα τρέχουν, για αυτό μοιάζουν μεταξύ τους.Η ακινησία είναι νεκρή.Και όταν η σκιά κινείται, το άγαλμα μένει ακίνητο. 

Τα έχω δεχτεί όλα. Δεν ζω για όλα. Ζω όσα δεν επιλέγω. Δέχομαι. Κοιμάμαι με την πεποίθηση ότι είμαι στον εαυτό μου. Τα έχω δεχτεί όλα χωρίς να μπορώ να ζήσω με αυτά...

να μην σκεφτομασταν ποτε αρχισε ή ποτε θα τελειωσει,
αλλά το αν θα τελειωσει,
αν αρχισε βεβαια.

Μπορείς να ζεις με όλα αρκεί να μην παραδοθείς σε αυτά. Όλα έχουν διασπαστεί στο βάθος τους, όλες οι θάλασσες ενώνονται στο βάθος τους, τουλάχιστον κάπου. Κάπου φτάνει να σε ακουμπάω ελάχιστα. Υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν να ζουν για μια στιγμή και η ανυπομονησία δεν τους επιτρέπει να ζήσουν την ίδια την ανυπομονησία τους. Η εικόνα μέσα από ένα βαγόνι και το χρώμα της φύσης που έχει το χρώμα του τίποτα παρόλο που πηγάζει από το τοπίο. Μια σταγόνα μελάνης που μαύρισε ένα ποτήρι με νερό. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να παραδοθούν σε μια στιγμή μόνο, επειδή το μόνο που θέλουν είναι η στιγμή αυτή.. Είμαι ανυπόμονος για σένα σαν θάλασσα ζεστή, τα μεσάνυχτα. Ανυπόμονος. Έχω μια συγκρατημένη ετοιμότητα, δεν με ξυπνάς, μου κλέβεις την αϋπνία μου. Είμαι σαν κάποιον που όλη μέρα περιμένει να περάσει το τρένο για να ακούσει το σφύριγμα του και τα αυτιά βουίζουν όλη μέρα και η διαφορά χάνεται. Την στιγμή της συνάντησης μπορεί να παγώσω, σαν να ανησυχώ για όλες τις νύχτες που δεν σε είχα. Μπορείς να μην ζεις με τίποτα σαν ονειρεμένη εξορία ωστόσο ονειρεμένη. Πάντα κάτι φταίει και εγώ δεν δέχομαι τον κόσμο αυτό. Γέρασα από ανυπομονησία και μόνο η ανυπομονησία με σώζει. Κόβω καλύτερα τα χαρτιά με εκείνο το σκουριασμένο ψαλίδι γιατί αποφεύγει τις ευθείες και φτιάχνει γκρεμούς κάτω από γκρεμούς. Τσακίζομαι μαζί σου, λάθη. Τρομάζω από την ελπίδα που μου δίνεις και ανεβοκατεβαίνει η κοιλιά σου. Με ηρεμείς. 
Για να καταλάβεις κάτι πρέπει να μην έχεις καμιά επαφή με αυτό.
οτι νιωθω δεν ειναι επιθυμια. μονο αιτια και αποτελεσμα της επιθυμιας με σκαλωσε μια εικονα
οταν κουραζομαι να την βλεπω, τιναζομαι
αν ειχα ποτε μου χερια, τα ηθελα τοτε και οχι τωρα
τοτε δεν με ενοιαζε αν αυριο θα ειμαι ασφαλης και χαζευα τους πλανητες 
γελωντας
δεν πειραζα ποτε τις αποστασεις.
αποστασεις σε μερες απο τις ημερομηνιες, αποστασεις σε ωρες με το ποδηλατο, αποστασεις σε λεπτα τρεχοντας στην παραλια.
Αν η γραφή υπήρχε η πιο αληθινή και μοναδική μορφή έκφρασης τότε θα γράφαμε μόνο ψέματα. 

Λες: κι όμως δεν άλλαξα. Θα σε πίστευα αν έλεγες : κι όμως άλλαξα. Αργόστροφος έρωτας. Το ποδήλατο που τείνει να πέσει από την πλευρά που σε κρατώ. Εκείνη την ημέρα Δεν κόπηκε το ρεύμα, στην γλώσσα μου λέμε έφυγε το ρεύμα. Γιατί έπρεπε να φύγουν όλα και εσύ έμεινες μισή έξω από το παράθυρο κοιτώντας μέσα. Και είδαμε πως ελεύθερος είσαι μόνο όταν είσαι ασφυκτικά ελεύθερος.  Ένας υπάλληλος  τάχα του Θεού, αναρωτήθηκε για μας. Φύγαμε. Σύρθηκα όρθιος μετά, θυμήσου. 


Ζω όταν αδιαφορώ για αυτό που ζω. Πόσο άχαρα έχτισα με λύσσα ένα ψέμα που ζει απ' όσα αποκαλύπτω. Όλα τα εγκαταλείπω στο τέλος, όλα δεν ξεκίνησαν. Μιλώ σημαίνει δεν ξερώ γιατί μιλώ.  

Το χειρότερο δεν είναι να βλέπεις αλλά να μυρίζεις.  Η φαντασία πονάει σαν χαλασμένο παιχνίδι. Εντυπώσεις για ευτυχισμένους ανθρώπους που αρνούνται να δουν τα πάντα, γιατί τα πάντα είναι αδιάφορα.  Δεν τους χαϊδεύει ο άνεμος, (επειδή πιστεύουν στην ομορφιά της φύσης). Υπάρχει η τουαλέτα των ευτυχισμένων, όπου τίποτα δεν ξινίζει και όλα λειτουργούν σωστά. Η ευαισθησία του απαρηγόρητου είναι η ίδια η περιφρόνηση που θα είχε για οτιδήποτε καταδικάζει. Άνοιξα την πόρτα και είδα έναν άνθρωπο να φεύγει και ήταν ήδη σαν να έφευγε μετά από μένα. Ανυπόμονα αργοπορημένος, έχω μια γεμάτη βαλίτσα με όλα όσα είναι δικά μου και πριν την αναχώρηση την αδειάζω. Εξαντλούμαι πριν από το ταξίδι. Έχω φτάσει τόσο πίσω, που είμαι φρέσκος σαν νεκρός. Όπως γράφει ο Σιοράν, γνωρίζω στην απόλυτη έννοια σημαίνει απογοητεύομαι απ’ όλα. Ωστόσο, συμπληρώνει : γνωρίζω στην απλοϊκή του έννοια σημαίνει απλά πως απογοητεύομαι για κάτι. Έτσι είναι εξίσου ποιητικό και θλιβερό να εκμεταλλευτεί κανείς την  απογοήτευση του. Γράφω συνάμα μεταδίδομαι πάντα στο μηδέν, ευτυχώς.

“Meqe ra fjala”, eshte nje nga shprehjet te cilen e gjykoj ndryshe, (kjo ndoshta ngaqe perdor ne jeten e perditshme dy gjuhe, dhe e perkthej ne mendje ne menyre poetike).
“Meqe ra...fjala”, me le ne mendje ne leshim, nje renje. Si rane shkronjat poshte?  Per cudi shprehja shume here nuk perdoret vetvetiu, si dikush qe perpiqet te kap nje teme sepse  e solli fati ndermend. Ndodhe dhe e kunderta, dikush ka dicka ndermend dhe hiqet sikur kujtohet por situaten e ka ne mendje dhe e sjell ne siperfaqe sikur lodhet, sikur situata ishte e harruar dhe tashme ndjen veten pa faj.  
Kam afersisht 9 vjet pa shkruajtur ne shkrim me te tillin qellim, ne gjuhen e nenes. Nderkaq... kam kujtime me shkrime qe sjell ne menjde situata ne vendlinjen time, me disa shkronja qe i shoqerojne. Disa reklama ne rrugen e Durresit (rugga qe nuk mban ere krip, por benzine), disa hartime  ne fletore te njollorusa. Tani shkruaj i bindur dhe pa rrekiz nese disa fjale mundet ne me fshehen. Ne fakt, te gjitha fjalet jetojne ne mendjen time... Tani si kuaj te eger perpiqem ti zbut. Sapo zbuten ato, egersohem une.
Ne gjuhen shqipe, nje fytyre e lodhur, shprehet shume here me frazen «fytyre e vrare» sa shume frike thith mendja e sa shume lehte goja leshon fjale qe rreshkasin njerrmjet jetes e vdekjes. Realiteti.
Vini re. Shikoni, domethene, vini re, ne qiell. Larg.
θέλω εκείνο που πέρασε

Χειρότερο απ’ όλα η απόλαυση
ε κ ε ί ν η
η αηδιαστική αγωνία  
για να τρέμω, 
δηλαδή
είναι ο καφές που ζωντανεύει στο στομάχι μου
την ίδια ανησυχία και απορία.
Πίεσε με όπως η θάλασσα
ε κ ε ί
αγκίστρια να με τραβάνε,
απ’ όσα κάποτε ζήτησα
με τρυφερότητα και ξεφτίλα.
Που μπόρεσα να ξεφτιλίσω όσα πίστεψα
που μπόρεσα και μετάνιωσα για όσα
μπόρεσα και δεν έκανα κάτι για να μην μπορέσω, να πράξω. 
Που μπόρεσα να δω τρυφερά όσα και μόνο σε έκαναν να νιώθεις τρυφερά. 
Που αντί να πάρω την σαπίλα όλη και να την φροντίσω, μέχρι να με βαρεθεί, την πήρα και την μοίρασα, μαζί με μένα.
Χάνεις πραγματικά
σε πεδίο μάχης που διάλεξες
που ακόμα και τα χέρια σου
σου επιτίθενται.

Στο στομάχι μου
κ ο ι μ ή σ ο υ.
Δεν θα είμαι εδώ. 




Η ατ
έλεια ολοκληρώνεται από την πρώτη στιγμή ύπαρξης. Αγόρασα ένα φλιτζάνι με σπασμένο αυτί. Αδυνατούσα να το φανταστώ  ολόκληρο, όπως αδυνατώ να φανταστώ πως θα επέτρεπα να θυμηθώ τον εαυτό μου σήμερα~ πίσω σε κάποιες μέρες ριγμένες στην κίτρινη αχνή ομίχλη, με μια ναυτία στο στομάχι και κάποια μάτια που σχημάτισαν το πρόσωπο μου. Δεν υπάρχει κάτι πιο πληρέστερο από κάτι ασύνδετο με τη φύση του. Η καρδιά μου με πονάει σαν ξένο σώμα γράφει ο Πεσσόα. Η ατέλεια αναπνέει. Το τέλειο με ζαλίζει. Οι αναμνήσεις ζαλίζουν. Το τέλειο είναι κατασκεύασμα.  Η φύση είναι ένα τίποτα. Για να ζήσω, μεταδίδομαι. Είναι αβέβαιο πως επεκτείνομαι σαν σκληρό δίχτυ που κόβεται από το βάρος που συγκρατείΈνα μονάχα νήμα.  Χύνομαι. Το σαγόνι μου καταλαβαίνει τους ανθρώπους. Τα μάτια μου μετατρέπουν το λυγισμένο προς τα μέσα ~καπάκι της μπύρας που μοιάζει με κοχύλι, με οδοντοστοιχία, με τέλος της κουρτίνας που δεν φτάνει το πάτωμα και ζαρώνει.    
Έξω από μένα είναι όλα παραδομένα και αλλού. Πάντα αλλού. Εντός μου, νεκρώνω ήδη το βασίλειο του αλλού και είμαι σε ένα λεωφορείο μοναχός στην πιο άβολη θέση, ωστόσο κάθομαι. Αναπνέω προς τα μέσα, φτάνω μέχρι το τέλους του οισοφάγου μου. Ισχυρίζομαι. Δεν εισβάλλει ο χρόνος και περισσεύει. Μεταδίδομαι γιατί ζω από αντοχή. Ο νεκρός υποφέρει στη ζωή. Η εκβιασμένη χαρά είναι πιο πιθανή από τη χαρά που ονειρεύεται κανείς. Και ονειρεύομαι όλους εκείνους ζουν με ανυπομονησία. Που σκαρφαλώνουν σε δέντρα και τρώνε άγουρα φρούτα. 
Διστάζω. 

Προτελευταίο ποίημα

Η βία και η παραίτηση
είναι το ίδιο πράγμα.
Και ότι μοιάζει
και ότι δεν μοιάζει,
ποτέ δεν θα μας ανήκει.

Ότι μας ανήκει
δεν έχει ιδιότητα
ούτε φωνή,
ούτε χνούδι.
Η βία και η παραίτηση
είναι το ίδιο πράγμα,
δηλαδή
έτσι πως ξυπνώ
έτσι ακριβώς υποχωρώ
και υποχωρώ
σέρνομαι, είτε πάνω σε πληγωμένο κορμί
είτε σε τόσο μαλακό σεντόνι-  που η άγρια πλάτη μου
από την ακινησία και τον ύπνο
θα ανατριχιάσει
και θα μπερδευτούν όλα
και θα μοιάζει με χάδι
μα ότι μοιάζει
και ότι δεν μοιάζει
δεν μας αγγίζει. Πράγματι.

Ποτέ δεν είδα
όσα πίστεψα.

Όταν αδικείς το ποίημα είναι επειδή δεν το καταλαβαίνεις. Το να γράφεις ποιήματα είναι επειδή δεν ξέρεις τι θες να πεις. Ωστόσο ότι διαβάζεις αυτή τη στιγμή είναι ένα ποίημα.  Ναι είναι. Εσκεμμένο είναι οτιδήποτε πεθαίνει για να μην ειπωθεί. Το ποίημα θα σκοτώσει τον ποιητή λέει ο Σιοράν. Και οτιδήποτε πεθαίνει, σημαίνει πως υπήρχε. Δηλαδή, υπάρχει μόνο ότι τελειώνει, πριν τελειώσει. Δεν ζω στο ποίημα αυτό.






Κατάντησα να κοιμάμαι ευτυχισμένος,
ήταν σα να έσερνα δέκα σκυλιά σε ένα τούνελ
κομμουνιστικής πολυκατοικίας,
μπορεί και άνθρωποι,
γάβγιζαν πάντως
και άκουγα φωνές
έσταζαν γυαλιά από τις φωνές,
σε ένα γυαλί είδα πως είμαι μεθυσμένος
έτσι αποφάσισα να πιώ για να ξεμεθύσω.
ότι φαίνεται είναι λίγο

συγκρατώ όσα χάνω και χάνω λίγα ενώ κερδίζω λιγότερα από όσα συγκρατώ. είπα, δεν ζω επειδή σκύβεις από μη- θέληση δική σου ή θέληση δική μου, η θέληση είναι άλλων. άλλοι μας έσπρωξαν έξω από ένα λεωφορείο και θα είχαμε πεθάνει αν είχαμε ζήσει... σκύβεις τόσο που ακουμπάς το χέρι μου που φυτρώνει από μέσα σου. πριν λίγο έμαθα πως έχω κόκκους ρυζιού στις φλέβες μου και μοιάζουν με βαγόνια υπομονετικά. ύστερα θυμήθηκα πως όλοι οι άνθρωποι έχουν μια τεράστια φλέβα στην πλάτη τους και την ονόμασαν σπονδυλική στήλη και οι κόκκοι του ρυζιού μεγάλωσαν και πάγωσαν επειδή η υπερηφάνεια των ανθρώπων δεν τα άφησε περπατήσουν παντού, ούτε πάνω ούτε κάτω. έπειτα όλα ξεκινούν εκεί που ξεκινά και τελειώνει η σπονδυλική στήλη. και σκυμμένοι νιώθουμε την σάρκα μας, την ταπείνωση την ταπείνωση, άλλων. είναι οι άνθρωποι πιο χαζοί από όσο θέλουν. η κουρτίνα πίσω από το παράθυρο είναι γλώσσα που θέλει να στεγνώσει τον αέρα, δεν έχεις γλύψει ποτέ την γλώσσα σου και κρύβεσαι όπως μια κουρτίνα κρύβει ότι μπορεί. συμβαίνουν μόνο όσα δεν βλέπεις, όσα δεν ακούς και είναι μυστήριο να γυρνάς και να δεις πως μπορεί να κινείται ο θάνατος, όχι τον ουρανό, όχι πάλι, διάφανος θέλει να ναι, δεν φταίει κανείς. δεν βολεύομαι, δεν βολεύομαι, ανάφλεξη και ανάλυση. είμαι ένα με τον ουρανό.
τα ελαττώματα είναι αληθινά γιατί δεν είναι απείραχτα.






η επιλογή είναι ανικανοποίηση

Κλείνεις την πόρτα και ανοίγει η μπαλκονόπορτα. Σαν κρύβεις μια πληγή αποκαλύπτεις μια άλλη. Κλείνω τα μάτια και κουφαίνομαι. Αποφεύγω το σκοτάδι πέφτοντας σε άλλο (πιο πυκνό) σκοτάδι που ξεχύθηκε από το φως που είναι τόσο ξένο γιατί είναι τόσο ξένο; Είναι εκείνο το σκοτάδι που καταργεί την ταχύτητα και το χρόνο. Συνυπάρχω έπειτα στο σκοτάδι αυτό με όσα έμειναν μαζί μου, μέχρι να τα κάψω. Πως αλλιώς θα επιθυμήσω πάλι;  Αυτά  έλεγε μέσα του ο Κλίντι και άκουγε μια φωνή ναι λέει σχεδόν τραγουδιστά … όμορφες στιγμές, αφόρητες μνήμες ύστερα.  
Η Μάργκαριτ σκέφτεται, η ζέστη την έχει βουτήξει σε μια ζαλάδα ενώ μονάχα η πλάτη και τα δόντια της είναι κρύα. Θέλει να είναι η τελευταία της φορά ώστε το μουντό (πρώτα) και ερωτικό (έπειτα) σκηνικό να αποκτήσει ένα νόημα.
Θέλει αλλά ο Κλίντι το θέλει πιο πολύ αυτό και εκείνη τρομάζει από λαχτάρα και τόσο λάμψη της κλεμμένης επιθυμίας και σκοτάδι πέρα απειλεί πως έρχεται και όσο αργούν να αποφασίζουν (δεν ξέρουν τι) το σκοτάδι πάει να χαθεί και ο Κλίντι σφίγγει την Μάργκαριτ και η Μάργκαριτ σφίγγεται. 
Δεν υπολόγισα πως η βρύση σου θα με ξάφνιαζε τόσο. Τράβηξα γρήγορα το γυάλινο μπουκάλι πριν ξεχειλίσει. Μόλις το νερό ηρέμησε, είδα πως ήταν τόσο λίγο. Ιδρωμένο το χέρι ή το μπουκάλι ;  Δεν στάζει τίποτα, παρά η θέληση για κάτι που δεν πρέπει να θελήσει κανείς.
Όλα ίδια είναι   σε διαφορετικές καταστάσεις. Όλα μας τραβάνε μέχρι να τα πιάσουμε. Όταν τα πιάνουμε δεν μας τραβάνε αφού  τα πιάνουμε. Σε αυτήν την άγνωστη γειτονιά ακούω νερά να γλείφουν τους σωλήνες   που με τη σειρά τους τρίβονται στον τοίχο μέχρι να χωθούν βίαια     μέσα στο τσιμέντο. Θέλω να βγω στο μπαλκόνι     αλλά     από το σκοτάδι δεν θα φαίνεται αν υπάρχει ακόμα εκείνο το πράγμα που    δεν ξέρω πως λέγεται.. μοιάζει με μεγάλη μυγοσκοτωστρα και χρησιμεύει για να δέρνεις χαλιά ώστε να βγάλεις τη σκόνη,  η ειρωνεία θέλει να είναι σε ένα σημείο που δεν υπάρχει λόγος να πατήσει άνθρωπος και εκείνο το πράγμα πεθαίνει από τη    σκόνη. Γράφω με μολύβι γιατί φαίνεται πιο αχνά και πειστικά παράλληλα. Ότι γράφω τώρα θα σβηστεί.   Έχει μπουκώσει ο κόσμος με σκόνη, χτυπιέται μόνος ή και με παρέα, χτυπιέται μέχρι να μάθει. Όταν όλα μαθαίνονται μένει πάλι να φύγουν όλα για να φύγει και η σκόνη και να έρθει άλλη. Ξαναχτυπιεται. Όλα είναι αλλιώτικα αλλά ίδιες οι καταστάσεις. Δεν υπήρξε κανένας λόγος η μπλούζα να γλιστρήσει από την καρέκλα όλο ελπίδες για να πέσει τελικά στο πάτωμα. Έτσι πίστευα μέχρι που
Οι άνθρωποι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο που υποψιάζονται.  Με τον ίδιο τρόπο που ψαχουλεύουν  ψευδαισθήσεις. Ανησυχούν σαν τη νύχτα που φοβάται μήπως δεν βρει μέρα μπροστά της. Όταν οι άνθρωποι υποψιάζονται πως κατάφεραν όσα επιθυμούν, χάνουν. Να μπορείς να απαρνηθείς όσα θες. Να μην αναγνωρίζεις τίποτε, να μη βλέπεις αλλά να μην κάνεις τίποτε άλλο από το να προσπαθείς να δεις. Ζω στριμωγμένος και νομίζω πως τα χέρια μου πάνε να ξεκολλήσουν. Μια καμπάνα στο αυτί μου. Ακινησία. Από το λαιμό μου περνά μια κλωστή. Πιάνω το νήμα. Σαν να περνάω ένα ποτάμι με ένα καλώδιο – (γέφυρα). Κρέμομαι. Νύστα. Ελέγχω τη ζωή μου γιατί δεν είναι δικιά μου. 

Είναι
   πάντα
          σήμερα




















                                                                                                             .

Όταν είμαι ειλικρινής, είμαι αδιάφορος.


Παριστάνομαι όταν ελπίζω. Όλοι οι μηχανισμοί που φτιάχνονται στο μυαλό μου, δεν λειτουργούν ποτέ, χαλάνε με μαθηματική τελειότητα κάθε μου ελπίδα. Ωστόσο εγώ γνωρίζω πως κλειδώνομαι, γνωρίζω πως επιστρέφω σε όσα με κρατάνε. Δεν με κρατά τίποτα παρά μια ελπίδα. Ελπίζω όταν παριστάνομαι. Εξάλλου δεν γνωρίζω πέρα από την προσπάθεια μου. Κάθε μου προσπάθεια με πηγαίνει όλο και πιο μακριά και όλο και πιο αργά χάνω και ας γνωρίζω εξαρχής πως είμαι χαμένος. Κάποια μέρα δεν θα ελπίζω αλλά θα υπηρετώ όλους τους μηχανισμούς που ζουν μέσα μου.  Είναι τα εσωτερικά τικ, κάτι παραπάνω από συνήθεια ή εαυτός. Κάθε τι που επαναλαμβάνεται, επαναλαμβάνεται με την ίδια διαδικασία στο μυαλό μου και πάντα απαιτεί ίδιο χρόνο. Είναι ο χρόνος το πρόβλημα, γιατί  λειτουργεί εις βάρος μου, γιατί λιγοστεύει.  Όλοι οι μηχανισμοί είναι ψεύτικοι. Είτε γιατί κάποια στιγμή σταματούν να λειτουργούν, είτε επειδή κάτι πήγε στραβά, είτε επειδή έτσι πρέπει να πεθάνουν. Όλοι οι μηχανισμοί που επινοούμε είναι ακόμα πιο ψεύτικοι γιατί νομίζουμε πως αποσκοπούν σε κάτι.. Κάθε τι που λειτουργεί κάποια στιγμή χαλάει. Ο άνθρωπος ο ίδιος, ο βιολογικός του μηχανισμός, ο πιο φυσικός, το επιβεβαιώνει γιατί πεθαίνει. Όλα δεν οφείλουν σε τίποτα. Ονειρεύομαι. Την επόμενη μέρα θυμάμαι το όνειρο, θα μου πάρει 2 μισή λεπτά να σκηνοθετήσω το όνειρο στη φωλιά της μνήμης. Όποτε ξαναθυμηθώ το όνειρο, θα μου πάρει πάλι 2 μισή λεπτά να το επαναφέρω στο μυαλό μου. Όλο αυτό κουράζει όπως κουράζει στο να μαθαίνω ποιος είμαι. Με κουράζει γιατί είναι ένας μηχανισμός που δεν επιφέρει τίποτα, με φοβίζει μήπως πάψει να λειτουργήσει. Δεν αρκεί τίποτα, γιατί δεν αρκεί η ζωή, ούτε ο εαυτός μου. Οι ίδιες οι εντυπώσεις, τα όνειρα που τα ξαναφέρω πάντα με τον ίδιο τρόπο στο μυαλό μου, δεν δημιουργήθηκαν παρά στην αναθύμηση των πραγμάτων. Δηλαδή, ο σκοπός που συμβαίνει κάτι, δεν σημαίνει πως συμβαίνει για να το θυμάμαι. Η ερμηνεία και η τοποθέτηση στο μυαλό μου μοιάζει με μια μπάλα που την αφήνουμε σε μια κατηφόρα και ακολουθεί μια διαδρομή. Η μόνη τέλεια εσωτερική μου διαχείριση των πραγμάτων είναι ο τρόπος που πάντα αφήνω την μπάλα σε εκείνο το σημείο του δρόμου για να ακολουθήσει την ίδια μα ίδια πορεία. Ο δρόμος δεν είναι παρά άδειος. Ο δρόμος γνωρίζει τη μπάλα και προσαρμόζεται στη ροή της όπως ένα ποτάμι χαράζει τα δάση και επιμένει κάθε χειμώνα να τονίσει το χαράκωμα. Η ζωή μου είναι βαρετή γιατί κάποτε δεν ήταν… 

Δεν είμαι τρελός, συμπεριφέρομαι σαν τρελός. Όπως ποτέ του, κανένας, δεν είναι χαρούμενος αλλά συμπεριφέρεται σαν χαρούμενος. Η τέχνη του να υποδύεσαι κάτι σημαίνει πως μπορεί να έχεις κάτι χωρίς να το κατέχεις.
Οι άνθρωποι που φοβούνται την απάθεια τους, γίνονται περισσότερο απαθείς. Η απάθεια είναι έμφυτη σε όλους. Εκείνοι που σιχαίνονται ότι γνωρίζουν καλά, επιζητούν να ζουν σε ότι τους είναι γνώριμο μόνο και μόνο επειδή τους είναι γνώριμο.  
Όταν ζω, δεν μπορώ να αποφύγω τις σκέψεις μου. Όταν προσπαθώ να γίνω αυτό που νομίζω πως είμαι, είναι σαν να πέφτω ζαλισμένος στη σκηνή. Ο πιο δύσκολος ρόλος είναι εκείνος του εαυτού σου. Η πιο αυθόρμητη κίνηση αρμόζει σε κάποιους ρόλους που ποτέ δεν σχεδιάσαμε, δεν είχαμε υπολογίσει πως μας ταιρίαζουν. Γιατί κανείς δεν είναι αυτό που θέλει να είναι.  

Μέρα πάρα μέρα βρέχει. Μέρα πάρα μέρα έχει ήλιο. Οι λακκούβες με νερό μια μικραίνουν σαν μάτια που κλείνουν από νύστα και μια μεγαλώνουν σαν γουρλωμένα βουρκωμένα μάτια. Η λάσπη μοιάζει με ξεχασμένο καφέ σε φλιτζάνι. Λάδια αυτοκινήτου καθρεφτίζουν σε μια μεγάλη λακκούβα και αποχρώσεις του μωβ, πράσινου και μπλε που επιζητά το κόκκινο, αρχίζουν και μπλέκονται σαν μαλλιά που τρέφονται με νοσταλγία. Την επόμενη μέρα η λακκούβα συγκρατεί λίγο νερό και τα χρώματα λείπουν από κει και εμφανίζονται σε αντανακλάσεις από τα παράθυρα ή σαπουνάδες που προκύπτουν από χαλιά που πλένουν οι γυναίκες τις γειτονιάς.  Την επόμενη τα χρώματα που μοιάζουν με μαρμαρόκολλα που κλείνουν ένα κενό βιβλίο, εμφανίζονται και πάλι, σαν ανθρώπους και σκιές, χωρίς αιτία, χωρίς πόνο.  (σημειώσεις για μια άλλη εποχή)

Το τραμ όπως με πηγαίνει, με αφαιρεί, όπως όλα που ξεπερνούν την ανυπομονησία μου. Εξαναγκασμένος κοιτάω όλο πιο μακριά ώστε το τοπίο μην με αρπάξει από τα μούτρα και με πασαλείψει με χρώματα που προκύπτουν από πολυκατοικίες με ανθρώπους μέσα που δεν έχω καμία περιέργεια να τους μάθω. Δέντρα χωρίς ψυχή, τα εστιάζω ώστε να πιαστώ από εκείνα, δεν με γνωρίζουν ωστόσο. Αμετάδοτο όλο το συναίσθημα, κοιτώντας αφηρημένα, όλα θολώνουν και το βλέμμα πιάνεται από κάποιες γραμμές που δεν υφίσταται, χρώματα πολύχρωμα, χωρίς ζωή. Γίνομαι ένα με το τραμ, κάπως έτσι τρέχει η ανυπομονησία μου, εντός μου. Βρίσκομαι στο πρώτο βαγόνι, μετά τον οδηγό. Γυρίζω το βλέμμα προς το τέλος του τραμ, σαν τούνελ μοιάζει με τους ανθρώπους να έχουν υποχωρήσει στα καθίσματα και δεν εντοπίζω το τελευταίο βαγόνι που στρίβει καθυστερημένα. Κάπως έτσι δεν πρόκειται να αποκτήσει ταχύτητα, δεν θα γίνει βέλος. Άλλη μια στροφή που το τελευταίο βαγόνι θα γνωρίσει αργότερα.. Κόντρα στην κατεύθυνση του τραμ, τα βήματα αποκτούν νόημα. Η ουρά του τραμ συμβολίζει όσα καθυστερούν να συμβούν, είναι σαν την ουρά του σκορπιού που αποτελεί μοιραία σωτηρία για εκείνο. Άχρηστα ραντεβού στο τελευταίο βαγόνι. Τα ραντεβού δεν προγραμματίζονται τόσο συγκεκριμένα, δεν θα έπρεπε. Κατεβαίνω, περπατάω σαν μια οποιαδήποτε ύπαρξη στο πεζοδρόμιο και στην απέναντι μεριά κάποια ανθρώπινη μορφή κατεβαίνει κόντρα με μένα, μια κολόνα αρκεί να σταθεί σαν κινούμενο εμπόδιο και όσο προχωράω τόσο η μορφή που περπατά με την ίδια ταχύτητα κρύβεται άθελα του. Περπατάω στο πεζοδρόμιο και κάνω στην ίδια άκρη που κάνει κάποιος άγνωστος, σταματάω/προχωράω ταυτόχρονα με εκείνον, σαν καθρέφτης που μπαίνει ανάμεσα μας. Είναι ένα είδος παιχνιδιού που επιβεβαιώνει πως οι άνθρωποι δεν θέλουν αγγίγματα. Έπειτα παρατηρώ ανθρώπους. Όλους εκείνους τους ανθρώπους εκεί έξω, τίποτα που δεν με ενώνει μαζί τους παρά το γεγονός που δεν είμαι κάτι άλλο. Όλοι έχουν απλώσει την ματαιοδοξία τους μπροστά τους. Η ίδια ματαιοδοξία μας κάνει να αγαπήσουμε τη λύπη τους, η ίδια η λύπη είναι που μας κάνει να λυπόμαστε τους εαυτούς μας και έπειτα εκείνους.
Ζω υπό τις συνέπειες που ο ίδιος μαζεύω. Συνέπειες είναι καταστάσεις που δεν περιέχουν ζωή, επομένως, θέλω να ζήσω σε έναν κόσμο όπου όλα τα δεδομένα αλλάζουν όπως πλέον έχω συνηθίσει. Το απολαμβάνω περισσότερο από την ίδια τη ζωή, κοιτάω τις ρωγμές του τοίχου και βλέπω τον ουρανό να θέλει να χωρέσει εκεί. Μόλις μύρισα το απορρυπαντικό εκείνο που αρκεί για να ξυπνήσω. Μόλις είδα ένα κουνελάκι που δεν θέλει κανένα όνομα, κανένα, που τρέχει γιατί δεν θέλει να το κοιτούν. Μόλις διάβασα αυτό > και έζησα μια ζωή - ΧΟΡΟΣ : λέγε ' στροβιλίζεται απ' τον φόβο η καρδιά μου. Είδα την Ηλέκτρα που κρύφτηκε κάτω από το ντιβάνι, κάτω από τις σελίδες. Ξέρω μόνο ότι η εμπειρία είναι ότι πιο ζωντανό υπάρχει στην φαντασία μου. Υπάρχουν τόσα πράγματα που έχουν συμβεί και έχουν σπάσει κάτω από τα πόδια μου, τόσα άλλα που μου τρυπάνε τα μάτια, τόσα που σκαλίζουν το μυαλό μου. ΜΗδεν συνέπειες. Έζησα.


Αν όλα όσα με εμποδίζουν κάποια στιγμή χαθούν, η ζωή μου θα εξακολουθήσει να είναι ίδια. Είναι όλα τόσο κοντά, (πίσω από τα εμπόδια)  και η φαντασία δεν περιορίζεται, δεν ζυγίζεται, ούτε μετριέται, ούτε  ξέρω πότε η λογική δίνει την θέση της στην φαντασία. Οπότε δεν ξέρω πότε προσπερνάω ένα εμπόδιο ή πότε το χτίζω ο ίδιος.(Όλα όσα έχω, είναι τόσο μακρινά). Το όνειρο είναι ισάξιο με ότι ζούμε. Θα έπρεπε να ζούμε όπως ονειρευόμαστε προπαντός.  Η αθανασία αποτελεί πρόβλημα είτε επειδή σπαταλάει τις λέξεις μου είτε επειδή μπορεί να ξεπεράσει το (θάνατο) πιο φυσιολογικό εμπόδιο. Όλα πρέπει να υπάρχουν ώστε να χαθούν κάποια στιγμή.


Ο ύπνος είναι προδότης. Ξυπνάω σαν προδότης γιατί προδίδω τα όνειρα μου, αν και κοιμάμαι καλύτερα ξύπνιος (θέλω να κοιμάμαι όρθιος δίπλα στην σιωπή). Έφτασα στην υπόγεια διάβαση χωρίς να το ζήσω. Όταν σκέφτομαι υποχρεωτικά, κουβαλάω μορφές ανθρώπων στο μυαλό μου. Θέλει δύναμη ή βλακεία να ξεφορτωθείς από τις τύψεις, δηλαδή  εκείνες που σου δίνουν οι άνθρωποι και τις δίνεις αλλού. Όταν δεν έχω τίποτα μαζί μου, ξέρω τι μου λείπει, μια καινούργια τύψη ή τύχη. Θέλω να βλέπω χωρίς να συγκεντρωθώ πουθενά, να βλέπω όμως λεπτομέρειες που κάποιο άλλο μυαλό που σίγουρα τις μαγειρεύει για μένα. Με ζαλίζει ο δρόμος, κόσμος έρχεται πριν φύγει. Έρχεται ο ύπνος που σε προετοιμάζει να μην είσαι προετοιμασμένος. Έρχεται συνέχεια. Γιατί είναι σκληρή είναι η μοναξιά που σε επιλέγει? Γιατί ο ύπνος δεν απουσιάζει από την μοναξιά? Πόσο ιδανικά είναι όλα μέσα σε έναν κόσμο που φτιάχτηκε μια μέρα, σε μια στιγμή. Σε εκείνον τον κόσμο είναι όλα τόσο ιδανικά άπαξ και βρεθείς εκεί. Ξέρω τον τρόπο, εύχομαι να μην ήξερα. Θέλω να πέσω ξαφνικά εκεί. Σαν να σκοντάφτω σε πηγάδι. Σαν να αποκοιμάμαι. Ένα ίδιο όνειρο μπορεί να βιωθεί μόνο σε δυο άτομα. Λάθος που πιστεύω πως ξυπνάω. Λάθος όλα χωρίς ή με έρωτα? Σε μια σελίδα του Παπαγιώργη , διάβασα : Γενικά ο έρωτας και η ομορφιά δεν έχουν ερείσματα. Ο έρωτας εξηγείται μόνο με έρωτα, η ομορφιά μόνο με ομορφιά. Άλυτο. Αυλαία έπεσε. Ο έρωτας κάτω από τον ύπνο. Ασήκωτο βάρος ο έρωτας, είναι αηδιαστικά αβαρής χωρίς έρωτα κάθε κορμί, κάθε αστέρι, σαν κάποιον που περιπλανιέται ψηλά λες και η γη τον αποβάλλει από πάνω της και το σώμα παλεύει μα νύχια και δόντια να κρατηθεί στη γη και ας ξέρει πως δεν του προσφέρει τίποτα. Τα αστέρια πέφτουν όταν θέλουν να χαρίσουν κάτι.  Φυσάει και η βροχή μας αποφεύγει! (κάποιος να το φωνάξει, κάποιος να το μάθει και άλλος να το ξεχάσει, όλοι το παθαίνουν και δεν το μαθαίνουν) Πρέπει να πετάξω κόντρα στη βροχή. Ο πλανήτης όλος βρέχεται ενώ η ζωή θα έπρεπε να κοιμηθεί. Τα δέντρα να μικραίνουν. Οι θάλασσες να θέλουν να γίνουν ποτάμια και τα ποτάμια να γίνουν σταγόνες. Όλα βρέχονται και η ζωή να κοιμηθεί και να φτάσει σαν βάρκα παλιά σε μια άλλη ακτή. Χωρίς ιδέες, χωρίς πολλά - πολλά. Καταλήγω να μισώ τον ύπνο και τότε εκείνο τυχαίνει να μου προσφέρει όνειρα που τα κατέχω τόσο όσο τα χέρια μου σφίγγουν όσα χάνονται. Καταλήγω να μισώ τον ύπνο γιατί με ξυπνάει, γιατί νομίζω πως με κοροϊδεύει και αντιλαμβάνεται πως ψεύδομαι όταν τον μισώ. Κοιμάμαι και μικραίνω όπως υπήρχα πριν υπάρξω. Πως μπορώ από το τίποτα να ονειρεύομαι. Ποιος θα μου επιβεβαιώσει πως δεν είμαι ένας άλλος άνθρωπος μέσα σε έναν άλλο άνθρωπο? Πως πατάω σε πράγματα που ονειρεύονται που όλα με κοιτάνε εκτός από τα μάτια των ανθρώπων? Πως από τραγική ειρωνεία δεν συναντάω την σκιά μου στο σκοτάδι. Μπέρδεψα την σκιά μου με μένα. Ανύπαρκτος σαν πόνος. Ανύπαρκτος με πόνο. Κάτι σαν μια έκφραση- Ποτέ δεν αντιστοιχεί με ότι περιέχει. Πρέπει ξεφεύγεις χωρίς να το ξέρεις, χωρίς να το ξέρει κανείς. Μέσα από τις λέξεις ένας τουλάχιστον αναγνώστης να βρεθεί εκεί που δεν θα τολμούσε ποτέ. Είναι μια πρόκληση η γραφή. Μια αναπνοή που θέλει να θολώσει ένα τζάμι και να τονίζει καλύτερα εκείνο το χρώμα, ένα οποιοδήποτε χρώμα. Το καθαρό, η ενότητα, το διαχωρισμένο, το συγκεκριμένο με φοβίζει. Μια καινούργια παραίτηση δεν είναι παραίτηση. Μια παλιά φωτογραφία δεν είναι παλιά όταν την βλέπεις μετά από καιρό, είναι πιο καινούργια όταν την ξαναβλέπεις. Έχω σκοπό να πάρω τον εαυτό μου μαζί σε αυτό το κείμενο, να κοιμηθώ σε κάποια μέρη και ας έχω τα μάτια κλειστά να ξέρω πως πέρασα ξυστά από ένα βουνό γεμάτο ενοχές, βεβαιότητες και ψέματα. Είναι από τις λίγες φορές που καταλαβαίνω πως γράφω σημειώσεις ανυπομονησίας. Είναι η στιγμή που γυμνώνω τις σκέψεις μου και γίνομαι σαφής, σαν να ξυπνάω με πλάνη, σαν να απογοητεύομαι που παραλίγο να πιστέψω πως αποκάλυψα ένα ψέμα πατώντας σε άλλα ψέματα. Σαν κάποιος που στεναχωρείται στην ιδέα πως εκείνη που αγαπάει (προσωρινά) νομίζει πως είναι πόρνη, στην επόμενη σκέψη τρομάζει επειδή νιώθει μια ανεξήγητη χαρά και παράλληλα ξενερώνει χειρότερα όταν μαθαίνει πως αγαπιέται από μια γυναίκα που δεν είναι πόρνη. Μια αληθινή αγάπη θα έμοιαζε πιο αληθινή όταν φτάνει δοκιμασμένη και χωρίς να αποδείχνεται, θα πίστευε. Σε ένα μυθιστόρημα του Κανταρέ θυμάμαι, κάποιος μετατρέπει την ερωμένη του σε πόρνη υπό τις υπηρεσίες του για εκείνον. Η ζωή μιμείται το θέατρο, την τέχνη. Όταν κάτι υπάρχει, καλεί κάτι άλλο. Οι άνθρωποι γοητεύονται από μια ουσία που προκύπτει τυχαία και παράλογα. Τόσες εντυπώσεις, τόσες λέξεις, με γλιτώνουν πριν κατά-λήξω. Δεν καταλήγω πουθενά. Ασφυκτιώ όταν ξέρω που θα φτάσω. Θέλω να ξεκινήσω κάτι και να πιάσω το νήμα στη μέση, χωρίς να ξέρω αν πηγαίνω πίσω ή μπροστά. Ο ήλιος θα δείχνει πάλι μια σκιά και ο εαυτός μου θα γίνεται σκιά και η σκιά μου εαυτός. Ονειρεύομαι το αύριο ή το χτες?


Κοιμάμαι σε ένα σπίτι που λέγεται «σημειώσεις ανυπομονησίας» δεν είμαι εγώ, το σπίτι υπήρχε, εγώ όχι, το σπίτι θα υπάρχει εγώ όχι. Δεν μένω συνέχεια στο σπίτι όπως δεν κατοικώ συνεχώς στο σώμα μου. Το σπίτι έχει δυο παράθυρα. Στο ένα βλέπεις απ’ έξω, στο άλλο βλέπεις κολλημένες φωτογραφίες από μιαν άλλη χώρα. Στο σπίτι πέρασαν επισκέπτες και όνειρα. Όπως είπε κάποιος είναι και αυτό ένα σπίτι που δεν είναι σπίτι.. Ένα βιβλίο στο τραπέζι, που διαβάζεται όσο αντέχω, δηλαδή πάντα. Αντέχοντας όσο μπορώ να χαρώ. Πεσσόα. Ποίηση που λιγοστεύει. Ημερολόγιο συγχυσμένο. Εσύ. Περνάς έξω από το παράθυρο. Καμιά φορά κοιτάς μέσα από το παράθυρο εμένα έξω να περιμένω το χιόνι, μια καλοκαιρινή μέρα. Το σπίτι το πολιορκεί η μνήμη. Δύο εραστές μάλλον, έζησαν κάποτε περαστικά εδώ, όσο έλειπα μαζεύοντας λέξεις στην καινούργια για μένα χώρα. Ο Κλίντι και η Μάργκαριτ. Διάλεξαν να φύγουν χωριστά εντελώς σε αντίθετους δρόμους χωρίς να ξέρουν πως έτσι, κάποια μέρα, θα πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον.. Έξω από το σπίτι δεν υπάρχει καμία πολιτική αφίσα. Δέχεται όλο και λιγότερα γράμματα αν και δύο γράμματα που ήρθαν μυστηριωδώς, μου αρκούν να χαίρομαι. Το σπίτι είναι πράσινο. Όλα είναι πράσινα. Στο παράθυρο που βλέπεις έξω, ένας κάκτος δεν σου επιτρέπει να το αγγίξεις. Εμφανίστηκε ύποπτα και έπειτα ζήτησε παρέα, απ’ έξω μόνο, παράξενος κάκτος, του μιλάς και λέει καληνύχτα. Στη σοφίτα κοιμάται καμιά ο φιλόσοφος. Τρώει παράξενα φαγητά και κοιτά από το παράθυρα, μιλά για όλα σαν να είναι ένα. Τις προάλλες είπε. Κάθεσαι και γράφεις ενώ η Γη γυρίζει. Τι να κάνω ρώτησα. Κρατήσου από κάπου, είπε. Εγώ γυρίζω σαν νυχτερίδα ανάποδα και βλέπω τον κόσμο ίδιο με πριν. Δυο- τρεις γείτονες μου στέλνουν αντανακλάσεις του ήλιου με σπασμένους καθρέφτες. Οι λέξεις με κλειδώνουν στο σπίτι και εγώ τους πιάνω κουβέντα, τις προδίδω, τις βάζω δίπλα- δίπλα, εκείνες μεθάνε και με αφήνουν να φύγω και όταν επιστρέφω τις βλέπω θυμωμένες. Δεν σαν άφησα έτσι θέλω να τους φωνάξω (λες και είναι παιδιά) αλλά πρέπει να ανοίξω τα παράθυρα πρώτα και έξω θα είσαι εσύ. Θέλω μια ολόκληρη μέρα να σε βλέπω. Να σου γράφω, με παιδικές λέξεις βλέπεις.