Μέρα πάρα μέρα βρέχει. Μέρα πάρα μέρα έχει ήλιο. Οι λακκούβες με νερό μια μικραίνουν σαν μάτια που κλείνουν από νύστα και μια μεγαλώνουν σαν γουρλωμένα βουρκωμένα μάτια. Η λάσπη μοιάζει με ξεχασμένο καφέ σε φλιτζάνι. Λάδια αυτοκινήτου καθρεφτίζουν σε μια μεγάλη λακκούβα και αποχρώσεις του μωβ, πράσινου και μπλε που επιζητά το κόκκινο, αρχίζουν και μπλέκονται σαν μαλλιά που τρέφονται με νοσταλγία. Την επόμενη μέρα η λακκούβα συγκρατεί λίγο νερό και τα χρώματα λείπουν από κει και εμφανίζονται σε αντανακλάσεις από τα παράθυρα ή σαπουνάδες που προκύπτουν από χαλιά που πλένουν οι γυναίκες τις γειτονιάς.  Την επόμενη τα χρώματα που μοιάζουν με μαρμαρόκολλα που κλείνουν ένα κενό βιβλίο, εμφανίζονται και πάλι, σαν ανθρώπους και σκιές, χωρίς αιτία, χωρίς πόνο.  (σημειώσεις για μια άλλη εποχή)

Το τραμ όπως με πηγαίνει, με αφαιρεί, όπως όλα που ξεπερνούν την ανυπομονησία μου. Εξαναγκασμένος κοιτάω όλο πιο μακριά ώστε το τοπίο μην με αρπάξει από τα μούτρα και με πασαλείψει με χρώματα που προκύπτουν από πολυκατοικίες με ανθρώπους μέσα που δεν έχω καμία περιέργεια να τους μάθω. Δέντρα χωρίς ψυχή, τα εστιάζω ώστε να πιαστώ από εκείνα, δεν με γνωρίζουν ωστόσο. Αμετάδοτο όλο το συναίσθημα, κοιτώντας αφηρημένα, όλα θολώνουν και το βλέμμα πιάνεται από κάποιες γραμμές που δεν υφίσταται, χρώματα πολύχρωμα, χωρίς ζωή. Γίνομαι ένα με το τραμ, κάπως έτσι τρέχει η ανυπομονησία μου, εντός μου. Βρίσκομαι στο πρώτο βαγόνι, μετά τον οδηγό. Γυρίζω το βλέμμα προς το τέλος του τραμ, σαν τούνελ μοιάζει με τους ανθρώπους να έχουν υποχωρήσει στα καθίσματα και δεν εντοπίζω το τελευταίο βαγόνι που στρίβει καθυστερημένα. Κάπως έτσι δεν πρόκειται να αποκτήσει ταχύτητα, δεν θα γίνει βέλος. Άλλη μια στροφή που το τελευταίο βαγόνι θα γνωρίσει αργότερα.. Κόντρα στην κατεύθυνση του τραμ, τα βήματα αποκτούν νόημα. Η ουρά του τραμ συμβολίζει όσα καθυστερούν να συμβούν, είναι σαν την ουρά του σκορπιού που αποτελεί μοιραία σωτηρία για εκείνο. Άχρηστα ραντεβού στο τελευταίο βαγόνι. Τα ραντεβού δεν προγραμματίζονται τόσο συγκεκριμένα, δεν θα έπρεπε. Κατεβαίνω, περπατάω σαν μια οποιαδήποτε ύπαρξη στο πεζοδρόμιο και στην απέναντι μεριά κάποια ανθρώπινη μορφή κατεβαίνει κόντρα με μένα, μια κολόνα αρκεί να σταθεί σαν κινούμενο εμπόδιο και όσο προχωράω τόσο η μορφή που περπατά με την ίδια ταχύτητα κρύβεται άθελα του. Περπατάω στο πεζοδρόμιο και κάνω στην ίδια άκρη που κάνει κάποιος άγνωστος, σταματάω/προχωράω ταυτόχρονα με εκείνον, σαν καθρέφτης που μπαίνει ανάμεσα μας. Είναι ένα είδος παιχνιδιού που επιβεβαιώνει πως οι άνθρωποι δεν θέλουν αγγίγματα. Έπειτα παρατηρώ ανθρώπους. Όλους εκείνους τους ανθρώπους εκεί έξω, τίποτα που δεν με ενώνει μαζί τους παρά το γεγονός που δεν είμαι κάτι άλλο. Όλοι έχουν απλώσει την ματαιοδοξία τους μπροστά τους. Η ίδια ματαιοδοξία μας κάνει να αγαπήσουμε τη λύπη τους, η ίδια η λύπη είναι που μας κάνει να λυπόμαστε τους εαυτούς μας και έπειτα εκείνους.
Ζω υπό τις συνέπειες που ο ίδιος μαζεύω. Συνέπειες είναι καταστάσεις που δεν περιέχουν ζωή, επομένως, θέλω να ζήσω σε έναν κόσμο όπου όλα τα δεδομένα αλλάζουν όπως πλέον έχω συνηθίσει. Το απολαμβάνω περισσότερο από την ίδια τη ζωή, κοιτάω τις ρωγμές του τοίχου και βλέπω τον ουρανό να θέλει να χωρέσει εκεί. Μόλις μύρισα το απορρυπαντικό εκείνο που αρκεί για να ξυπνήσω. Μόλις είδα ένα κουνελάκι που δεν θέλει κανένα όνομα, κανένα, που τρέχει γιατί δεν θέλει να το κοιτούν. Μόλις διάβασα αυτό > και έζησα μια ζωή - ΧΟΡΟΣ : λέγε ' στροβιλίζεται απ' τον φόβο η καρδιά μου. Είδα την Ηλέκτρα που κρύφτηκε κάτω από το ντιβάνι, κάτω από τις σελίδες. Ξέρω μόνο ότι η εμπειρία είναι ότι πιο ζωντανό υπάρχει στην φαντασία μου. Υπάρχουν τόσα πράγματα που έχουν συμβεί και έχουν σπάσει κάτω από τα πόδια μου, τόσα άλλα που μου τρυπάνε τα μάτια, τόσα που σκαλίζουν το μυαλό μου. ΜΗδεν συνέπειες. Έζησα.


Αν όλα όσα με εμποδίζουν κάποια στιγμή χαθούν, η ζωή μου θα εξακολουθήσει να είναι ίδια. Είναι όλα τόσο κοντά, (πίσω από τα εμπόδια)  και η φαντασία δεν περιορίζεται, δεν ζυγίζεται, ούτε μετριέται, ούτε  ξέρω πότε η λογική δίνει την θέση της στην φαντασία. Οπότε δεν ξέρω πότε προσπερνάω ένα εμπόδιο ή πότε το χτίζω ο ίδιος.(Όλα όσα έχω, είναι τόσο μακρινά). Το όνειρο είναι ισάξιο με ότι ζούμε. Θα έπρεπε να ζούμε όπως ονειρευόμαστε προπαντός.  Η αθανασία αποτελεί πρόβλημα είτε επειδή σπαταλάει τις λέξεις μου είτε επειδή μπορεί να ξεπεράσει το (θάνατο) πιο φυσιολογικό εμπόδιο. Όλα πρέπει να υπάρχουν ώστε να χαθούν κάποια στιγμή.


Ο ύπνος είναι προδότης. Ξυπνάω σαν προδότης γιατί προδίδω τα όνειρα μου, αν και κοιμάμαι καλύτερα ξύπνιος (θέλω να κοιμάμαι όρθιος δίπλα στην σιωπή). Έφτασα στην υπόγεια διάβαση χωρίς να το ζήσω. Όταν σκέφτομαι υποχρεωτικά, κουβαλάω μορφές ανθρώπων στο μυαλό μου. Θέλει δύναμη ή βλακεία να ξεφορτωθείς από τις τύψεις, δηλαδή  εκείνες που σου δίνουν οι άνθρωποι και τις δίνεις αλλού. Όταν δεν έχω τίποτα μαζί μου, ξέρω τι μου λείπει, μια καινούργια τύψη ή τύχη. Θέλω να βλέπω χωρίς να συγκεντρωθώ πουθενά, να βλέπω όμως λεπτομέρειες που κάποιο άλλο μυαλό που σίγουρα τις μαγειρεύει για μένα. Με ζαλίζει ο δρόμος, κόσμος έρχεται πριν φύγει. Έρχεται ο ύπνος που σε προετοιμάζει να μην είσαι προετοιμασμένος. Έρχεται συνέχεια. Γιατί είναι σκληρή είναι η μοναξιά που σε επιλέγει? Γιατί ο ύπνος δεν απουσιάζει από την μοναξιά? Πόσο ιδανικά είναι όλα μέσα σε έναν κόσμο που φτιάχτηκε μια μέρα, σε μια στιγμή. Σε εκείνον τον κόσμο είναι όλα τόσο ιδανικά άπαξ και βρεθείς εκεί. Ξέρω τον τρόπο, εύχομαι να μην ήξερα. Θέλω να πέσω ξαφνικά εκεί. Σαν να σκοντάφτω σε πηγάδι. Σαν να αποκοιμάμαι. Ένα ίδιο όνειρο μπορεί να βιωθεί μόνο σε δυο άτομα. Λάθος που πιστεύω πως ξυπνάω. Λάθος όλα χωρίς ή με έρωτα? Σε μια σελίδα του Παπαγιώργη , διάβασα : Γενικά ο έρωτας και η ομορφιά δεν έχουν ερείσματα. Ο έρωτας εξηγείται μόνο με έρωτα, η ομορφιά μόνο με ομορφιά. Άλυτο. Αυλαία έπεσε. Ο έρωτας κάτω από τον ύπνο. Ασήκωτο βάρος ο έρωτας, είναι αηδιαστικά αβαρής χωρίς έρωτα κάθε κορμί, κάθε αστέρι, σαν κάποιον που περιπλανιέται ψηλά λες και η γη τον αποβάλλει από πάνω της και το σώμα παλεύει μα νύχια και δόντια να κρατηθεί στη γη και ας ξέρει πως δεν του προσφέρει τίποτα. Τα αστέρια πέφτουν όταν θέλουν να χαρίσουν κάτι.  Φυσάει και η βροχή μας αποφεύγει! (κάποιος να το φωνάξει, κάποιος να το μάθει και άλλος να το ξεχάσει, όλοι το παθαίνουν και δεν το μαθαίνουν) Πρέπει να πετάξω κόντρα στη βροχή. Ο πλανήτης όλος βρέχεται ενώ η ζωή θα έπρεπε να κοιμηθεί. Τα δέντρα να μικραίνουν. Οι θάλασσες να θέλουν να γίνουν ποτάμια και τα ποτάμια να γίνουν σταγόνες. Όλα βρέχονται και η ζωή να κοιμηθεί και να φτάσει σαν βάρκα παλιά σε μια άλλη ακτή. Χωρίς ιδέες, χωρίς πολλά - πολλά. Καταλήγω να μισώ τον ύπνο και τότε εκείνο τυχαίνει να μου προσφέρει όνειρα που τα κατέχω τόσο όσο τα χέρια μου σφίγγουν όσα χάνονται. Καταλήγω να μισώ τον ύπνο γιατί με ξυπνάει, γιατί νομίζω πως με κοροϊδεύει και αντιλαμβάνεται πως ψεύδομαι όταν τον μισώ. Κοιμάμαι και μικραίνω όπως υπήρχα πριν υπάρξω. Πως μπορώ από το τίποτα να ονειρεύομαι. Ποιος θα μου επιβεβαιώσει πως δεν είμαι ένας άλλος άνθρωπος μέσα σε έναν άλλο άνθρωπο? Πως πατάω σε πράγματα που ονειρεύονται που όλα με κοιτάνε εκτός από τα μάτια των ανθρώπων? Πως από τραγική ειρωνεία δεν συναντάω την σκιά μου στο σκοτάδι. Μπέρδεψα την σκιά μου με μένα. Ανύπαρκτος σαν πόνος. Ανύπαρκτος με πόνο. Κάτι σαν μια έκφραση- Ποτέ δεν αντιστοιχεί με ότι περιέχει. Πρέπει ξεφεύγεις χωρίς να το ξέρεις, χωρίς να το ξέρει κανείς. Μέσα από τις λέξεις ένας τουλάχιστον αναγνώστης να βρεθεί εκεί που δεν θα τολμούσε ποτέ. Είναι μια πρόκληση η γραφή. Μια αναπνοή που θέλει να θολώσει ένα τζάμι και να τονίζει καλύτερα εκείνο το χρώμα, ένα οποιοδήποτε χρώμα. Το καθαρό, η ενότητα, το διαχωρισμένο, το συγκεκριμένο με φοβίζει. Μια καινούργια παραίτηση δεν είναι παραίτηση. Μια παλιά φωτογραφία δεν είναι παλιά όταν την βλέπεις μετά από καιρό, είναι πιο καινούργια όταν την ξαναβλέπεις. Έχω σκοπό να πάρω τον εαυτό μου μαζί σε αυτό το κείμενο, να κοιμηθώ σε κάποια μέρη και ας έχω τα μάτια κλειστά να ξέρω πως πέρασα ξυστά από ένα βουνό γεμάτο ενοχές, βεβαιότητες και ψέματα. Είναι από τις λίγες φορές που καταλαβαίνω πως γράφω σημειώσεις ανυπομονησίας. Είναι η στιγμή που γυμνώνω τις σκέψεις μου και γίνομαι σαφής, σαν να ξυπνάω με πλάνη, σαν να απογοητεύομαι που παραλίγο να πιστέψω πως αποκάλυψα ένα ψέμα πατώντας σε άλλα ψέματα. Σαν κάποιος που στεναχωρείται στην ιδέα πως εκείνη που αγαπάει (προσωρινά) νομίζει πως είναι πόρνη, στην επόμενη σκέψη τρομάζει επειδή νιώθει μια ανεξήγητη χαρά και παράλληλα ξενερώνει χειρότερα όταν μαθαίνει πως αγαπιέται από μια γυναίκα που δεν είναι πόρνη. Μια αληθινή αγάπη θα έμοιαζε πιο αληθινή όταν φτάνει δοκιμασμένη και χωρίς να αποδείχνεται, θα πίστευε. Σε ένα μυθιστόρημα του Κανταρέ θυμάμαι, κάποιος μετατρέπει την ερωμένη του σε πόρνη υπό τις υπηρεσίες του για εκείνον. Η ζωή μιμείται το θέατρο, την τέχνη. Όταν κάτι υπάρχει, καλεί κάτι άλλο. Οι άνθρωποι γοητεύονται από μια ουσία που προκύπτει τυχαία και παράλογα. Τόσες εντυπώσεις, τόσες λέξεις, με γλιτώνουν πριν κατά-λήξω. Δεν καταλήγω πουθενά. Ασφυκτιώ όταν ξέρω που θα φτάσω. Θέλω να ξεκινήσω κάτι και να πιάσω το νήμα στη μέση, χωρίς να ξέρω αν πηγαίνω πίσω ή μπροστά. Ο ήλιος θα δείχνει πάλι μια σκιά και ο εαυτός μου θα γίνεται σκιά και η σκιά μου εαυτός. Ονειρεύομαι το αύριο ή το χτες?


Κοιμάμαι σε ένα σπίτι που λέγεται «σημειώσεις ανυπομονησίας» δεν είμαι εγώ, το σπίτι υπήρχε, εγώ όχι, το σπίτι θα υπάρχει εγώ όχι. Δεν μένω συνέχεια στο σπίτι όπως δεν κατοικώ συνεχώς στο σώμα μου. Το σπίτι έχει δυο παράθυρα. Στο ένα βλέπεις απ’ έξω, στο άλλο βλέπεις κολλημένες φωτογραφίες από μιαν άλλη χώρα. Στο σπίτι πέρασαν επισκέπτες και όνειρα. Όπως είπε κάποιος είναι και αυτό ένα σπίτι που δεν είναι σπίτι.. Ένα βιβλίο στο τραπέζι, που διαβάζεται όσο αντέχω, δηλαδή πάντα. Αντέχοντας όσο μπορώ να χαρώ. Πεσσόα. Ποίηση που λιγοστεύει. Ημερολόγιο συγχυσμένο. Εσύ. Περνάς έξω από το παράθυρο. Καμιά φορά κοιτάς μέσα από το παράθυρο εμένα έξω να περιμένω το χιόνι, μια καλοκαιρινή μέρα. Το σπίτι το πολιορκεί η μνήμη. Δύο εραστές μάλλον, έζησαν κάποτε περαστικά εδώ, όσο έλειπα μαζεύοντας λέξεις στην καινούργια για μένα χώρα. Ο Κλίντι και η Μάργκαριτ. Διάλεξαν να φύγουν χωριστά εντελώς σε αντίθετους δρόμους χωρίς να ξέρουν πως έτσι, κάποια μέρα, θα πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον.. Έξω από το σπίτι δεν υπάρχει καμία πολιτική αφίσα. Δέχεται όλο και λιγότερα γράμματα αν και δύο γράμματα που ήρθαν μυστηριωδώς, μου αρκούν να χαίρομαι. Το σπίτι είναι πράσινο. Όλα είναι πράσινα. Στο παράθυρο που βλέπεις έξω, ένας κάκτος δεν σου επιτρέπει να το αγγίξεις. Εμφανίστηκε ύποπτα και έπειτα ζήτησε παρέα, απ’ έξω μόνο, παράξενος κάκτος, του μιλάς και λέει καληνύχτα. Στη σοφίτα κοιμάται καμιά ο φιλόσοφος. Τρώει παράξενα φαγητά και κοιτά από το παράθυρα, μιλά για όλα σαν να είναι ένα. Τις προάλλες είπε. Κάθεσαι και γράφεις ενώ η Γη γυρίζει. Τι να κάνω ρώτησα. Κρατήσου από κάπου, είπε. Εγώ γυρίζω σαν νυχτερίδα ανάποδα και βλέπω τον κόσμο ίδιο με πριν. Δυο- τρεις γείτονες μου στέλνουν αντανακλάσεις του ήλιου με σπασμένους καθρέφτες. Οι λέξεις με κλειδώνουν στο σπίτι και εγώ τους πιάνω κουβέντα, τις προδίδω, τις βάζω δίπλα- δίπλα, εκείνες μεθάνε και με αφήνουν να φύγω και όταν επιστρέφω τις βλέπω θυμωμένες. Δεν σαν άφησα έτσι θέλω να τους φωνάξω (λες και είναι παιδιά) αλλά πρέπει να ανοίξω τα παράθυρα πρώτα και έξω θα είσαι εσύ. Θέλω μια ολόκληρη μέρα να σε βλέπω. Να σου γράφω, με παιδικές λέξεις βλέπεις.