Με φοβίζει που μπορώ να θυμηθώ πιο καθαρά απ’ όσο βλέπω. Ξέρω πως ότι ζω, θα το ανακαλέσω αργότερα στο μυαλό μου, ως πιο ωραίο συνήθως. Σαν να αναπνέω με νύχτα . Και να θυμάμαι με μέρα. Ονειρεύομαι νύχτα, όπως θέλω δηλαδή και την ημέρα δεν ξέρω τι να κάνω.
Με τι να γελάσω? Εσένα, τι σε κάνει να γελάς?
θέλω να επαναλαμβάνω ότι σου αρέσει, να μου λες -κάνε εκείνη την γκριμάτσα, έλα, έλα. Και εγώ όντως να παλεύω να βρω την έκφραση αυτή. Δεν σε ξέρω τελικά και για αυτό δεν μου λείπεις. Πρέπει να σε μάθω από την αρχή. Λοιπόν είμαι σαν κάποιον μαθητή που επαναλαμβάνει την ίδια τάξη για να βλέπει αυτήν που έχει ερωτευτεί και είναι σε μικρότερη τάξη. Σήμερα είδα την ταινία με τον τύπο με την γλάστρα και την Ματίλντα. Κάτι μου λέει πως σαν και εκείνον θα γίνω όταν μεγαλώσω. Όχι μήπως γίνω τόσο μοναχικός και δυνατός. Και ΔΕΝ θέλω να είμαι δυνατός. Φοβήθηκα πως εσύ θα μικρύνεις και θα γίνεις σαν την Ματίλντα.  Φοβήθηκα μήπως γίνεις όλο και πιο μικρή και σε χάσω. Που να κοιτάζω μετά;
Ξέρεις ε. Η ομορφιά είναι επιστροφή στην αθωότητα, η ομορφιά δεν προϋποθέτει τίποτα, τίποτα. http://www.youtube.com/watch?v=p6un33T-tXc
και λέει-
Αγαπάς το φυτό σου, έτσι;

Είναι ο καλύτερος μου φίλος.
Πάντα χαρούμενο. Δεν ρωτάει.
Είναι σαν εμένα. Δεν έχει ρίζες.

Αν το αγαπάς, να το φυτέψεις σε πάρκο για να βγάλει ρίζες.
Εμένα θα έπρεπε να ποτίζεις, αν θέλεις να μεγαλώσω.

Σου είπα γιατί η λέξη λακκούβα μ’ αρέσει; Είναι που κρύβει την λέξη Κούβα. Εκεί όταν πάμε, μέσα σε ένα σκαραβαίο, θα ζωγραφίσεις για μένα ένα δέντρο πάνω σε ένα χαρτομάντιλο; Έλα να με βαρεθείς. Αφού πρώτα , πάνω από το τηγάνι με καυτό λάδι θα τινάζουμε τα βρεγμένα χέρια μας για να θυμίζει τον ήχο της βροχής όταν αρχίζει να πιτσιλίζει. Μην φοβάσαι. Πώς να εξαντληθούν τα φιλιά αν σε μεθάνε ; Εξάλλου θα σου λέω ιστορίες μας, χωρίς να ξέρω ότι είναι δικές μας γιατί θα είμαι φουλ μεθυσμένος και εσύ θα χαμογελάς. Θα θυμάσαι.
Λέμε στα Ελληνικά – μιας και έπεσε η κουβέντα, στα Αλβανικά λέμε – μιας και έπεσε η λέξη. Έπεσε η κουβέ (ρ)τα , κρυώνεις; Kαι κάτι αστέρια από τα μάτια σου έπεσαν.
Είμαι πολύ προβλέψιμος και κακός ποιητής και εσένα όμως σε πήρε η ανατολή. Όταν μιλάω σηκώνω τα φρύδια μου και γελάω που γελάς με αυτό και μ’ αρέσει που μόνο εσύ το έχεις παρατηρήσει.. Θυμάσαι πως ήρθα δίπλα σου ; Ήξερες το όνομα μου και όπως πάντα σήκωσα τους ώμους μου, χαρούμενος. Έχω στα χέρια μου το κουτί, υπάρχει ακόμα το ζάρι, η φωτογραφία με τον Καλουτίνιο μαζί. Όλα υπάρχουν, πάντα.
Ξέρεις πως στην μεγαλύτερη απόλαυση ή και στον μεγαλύτερο πόνο, οι εκφράσεις του προσώπου είναι ίδιες. Από την ηδονή στο πρόσωπο μέχρι και ένας πόνος από μια γροθιά πικρή, απαιτούν ξεφύσημα και μια έκφραση που δείχνει πως περνάει κάτι από το σώμα μας, έντονο.  Κάπως έτσι τα λέει ο Έσσε σε ένα βιβλίο που διάβαζα στο ποιο ωραίο μπαλκόνι του κόσμου. Πράσινο βέβαια. 
Θα μου πεις τι έχω;
Είχα τόση χαρά μέσα μου που αντί να σε περιμένω στην πλατεία κατέβηκα προς το δρόμο που ερχόσουν για να σε προλάβω, κουβαλούσες και εσύ μανταρίνια και τόση χαρά μαζί σου και ένας Θεός ξέρει πως και είχες ανέβει προς το σπίτι μου για να με προλάβεις, χωρίς να σε δω κι όλας. Η χαρά δρα και σκέφτεται ανάποδα. Έρχεται ανάποδα. Σε λίγες ώρες ταξιδεύω και έτσι είμαι πάντα. Δεν σου έδωσα ένα χαρτί, είχα γράψει πάνω : Παραλίγο να ζήσω..


Παραλίγο να ζήσω
Παραλίγο να ζήσω
Παραλίγο να ζήσω



Πρόλαβα και άγγιξα τα μαλλιά σου. Από τότε σε σκέφτομαι και με τσιμπάς. Είσαι ο κάκτος που δεν είχα ποτέ γιατί ποτέ δεν είχα κάτι. Κρύβεις τα αγκάθια σου όπως μια γάτα τα νύχια της όταν κοιμάται. Είσαι τόσο πράσινη χωρίς να έχεις κάτι πράσινο πάνω σου. Δεν σε έχω δει να φοράς κάτι πράσινο. Σε θέλω πράσινη προπαντός. Είσαι αυτό που δεν φαίνεσαι, έτσι γίνεται (έτσι θέλω). Υποψιάζομαι ότι πηγαίνεις μόνη σου σε ένα εγκαταλειμμένο τσίρκο και αυτό σκούριασε την νοσταλγία σου, κρύωσε την θλίψη σου. Μαζί σου βρίσκω ποιητική την λέξη κάκτος, μου θυμίζει την λέξη κακάο και κάτω. Έλα να πάμε Πάνω Κάτω. Να παραγγείλουμε κακάο καυτό και να πιούμε μια γουλιά μόνο για να κάψουμε τις γλώσσες μας. Θα κάνω ένα βήμα μπροστά σου και κάποιοι εργάτες θα μας χωρίσουν κουβαλώντας σωλήνες στα χέρια τους. Θα κάνω να σου μιλήσω και οι καμπάνες της εκκλησίας που δεν είδαμε θα μας κουφάνουν. Όταν φτερνιστώ θα αναρωτηθείς τι κάνεις μαζί μου όταν φτερνιστείς εσύ, θα αναρωτηθείς τι κάνω μαζί σου. Είναι παράξενο αλλά όταν φτερνίζονται οι άνθρωποι παίρνουν μια στάση σαν να ξεκινούν κάτι από την αρχή. Θα γελάσω όταν θυμηθώ πόσο μου αρέσεις. Θα βάλω τα χέρια στις τσέπες και θα κοιτάω, εσένα.



Όταν εκμυστηρεύομαι κάτι σημαντικό (την στιγμή εκείνη) αυτό ξαφνικά μικραίνει σαν ένα σαλιγκάρι που μαζεύεται όταν το πειράζουν. Χάνει την σημαντικότητα του και μένω αβαρής, κάτω στο πάτωμα. Ξαπλωμένος. Ύποπτη χαρά που ανεβαίνει μέσα από το πουκάμισο, σαν εξωτική μυρωδιά που επιμένει και να σε γαργαλάει. Μια αίσθηση που πηγαινοέρχεται, σαν κάποιο τραμ της πόλης. Πέρα δώθε, πέρα δώθε. Κρατάω ένα ποτήρι που διψά για σκοτεινή ρακί και μια αίσθηση προγραμματισμένης αναμονής με κρατά ξαπλωμένο, σαν να περιμένω ζεσταθεί ο καφές, σαν να περιμένω το φανάρι να γίνει πράσινο, χωρίς λόγο σηκώνομαι. Δεν είσαι εσύ και σήμερα ο μήνας έχει 10.


Σκάλωσα με το πουλόβερ μου. Το έχω εδώ και έξι χρόνια και δεν θυμάμαι αναμνήσεις που να το φοράω, και ας το φοράω συχνά, κοιμάμαι καμιά φορά φορώντας το γιατί είναι σαν δέρμα μου. Δεν θυμάμαι τίποτα όμως. Μυρίζει λησμονιά. Άδειος τώρα, ξύνω το μπράτσο μου, γελάω. Κοιτάω τους αφρικανούς παραπέρα, μιλάνε σαν να έχουν ανακαλύψει κάτι και σκέφτομαι πως μονάχα τότε πρέπει να μιλούν οι άνθρωποι (όταν ανακαλύπτουν κάτι). Ανακάλυψα και εγώ κάτι, άκου, μόνο για αυτό είμαι σίγουρος. Αν τον καιρό αυτό σε πιάσει λόξιγκας,  ξέρω θα θυμηθείς την αγκαλιά μου.. Σε έσφιγγα δυνατά και περνούσε επιτόπου ο λόξιγκας. Είμαι σίγουρος πως αν πέσεις σε άλλη αγκαλιά, δεν θα σου περάσει και δεν ξέρω ποιο θα με στενοχωρήσει, που δεν θα σου περάσει ο λόξιγκας ή που θα έχεις άλλη αγκαλιά να πέσεις. Κόβω εφημερίδες μέχρι να πονέσουν τα δάχτυλα μου. Πίσω από κάθε κίνηση ή πράξη υπάρχει αιτία και εξήγηση. Παρασύρθηκα σε έναν ηλίθιο σκοπό, όπως όλους τους σκοπούς..Θα κόψω τον πλανήτη σαν λεμόνι. Έπεσε το ρεύμα και θυμήθηκα πάλι τα Τίρανα. Στραμπουλίχτηκαν οι αναμνήσεις μου, βιάστηκαν να προλάβουν η μια την άλλη και στην πόρτα της αποθήκης του μυαλού μου, σωριάστηκαν, είδα με το φακό στο χέρι μου, μια μαύρη χτένα του πατέρα μου, ένα καλώδιο από το ψυγείο που κουβαλούσα με τον ξάδελφο μου κάτι χιλιόμετρα στους χωματόδρομους των Τιράνων, λίγο βαμβάκι, ένα μολύβι μασημένο. Άνοιξα την πόρτα, ήρθε το ρεύμα, τρόμαξα. Και οι αναμνήσεις το έβαλαν στα πόδια. Γουργουλίζει η φαντασία μου και πήρα απουσία. Γίνονται όλα μέσα μου αλλά κλειδώθηκα έξω από μένα.