η οικειότητα, αυτό το ιδανικό ψέμα, ζεστό κρεβάτι που κανείς δεν επιθύμησε ή έστω να διεκδίκησε. ζωή υπάρχει όπου υπάρχει άλλος.. υπάρχει κενό σε όλα τα βιβλία. κανένα δεν σε φτύνει. καλοσύνη παντού.  η καλοσύνη αρμόζει σε όλα τα πρόσωπα κι όμως. αυτή τη μάσκα την έφτιαξα κάμποσα χρόνια. τι βρήκες με ρώτησαν ; παρελθόν απάντησα. βαδίζαμε δίπλα δίπλα , στον λαβύρινθο μας.. κουβαλούσα τεράστια μνήμη και στο άψε σβήσε τα θυμήθηκα όλα. τα έσβησα όλα και όμως όλα έφτιαξαν όπως υπήρχαν. η άμμος της κλεψύδρας με τον ίδιο τρόπο πέφτει πάντα. πρέπει να το πιστέψεις πως τα νεκροταφεία είναι καθαρά.  . όσο υπάρχει κοινωνία υπάρχει ζωή. υπάρχει ζωή για όλους και δεν είναι η ζωή το θέμα. ούτε ο θάνατος. και τα δύο είναι δίπλα μας. οι αντιθέσεις είναι σκέτη μούχλα.  στους βάλτους αυτούς, ο πιο κατάλληλος χώρος όπως η γη προσαρμόζεται με τη θάλασσα όπου η άμμος πεθαίνει. όπου σε τραβάει η λάσπη με φρίκη και δίψα. γεννιέται κάθε φορά σαν την εμμονή. η εμμονή είναι το πιο αναποφάσιστο συναίσθημα. το πιο ανθρώπινο.
Η αδικία με δικαιώνει και η αναμενόμενη ανυπομονησία μου με ανακουφίζει τόσο που ο θρίαμβος μου είναι και η προσωπική μου δίκη. Ακόμα και η ήττα εξαντλήθηκε. Ακόμα και ο κατηγορούμενος τρέφεται από μνησικακία και το μυστικό του. Αυτό βέβαια τον δεσμεύει μόνο με τον αυτό του. Ο επικίνδυνος άνθρωπος αγαπάει πολύ τον εαυτό του. Η κάθε συμφορά απαιτεί μια ψύχωση που φανερώνεται εύκολα. Τα πιο εύκολαπράγματα που πλησιάζουν έναν άνθρωπο. Ο φόβος και η βαρεμάρα. Οι άνθρωποι βαριούνται και μόνο ο φόβος τους αγγίζει. Η αντίστροφη διαδικασία έρχεται σαν κάποιον που πνίγεται στα ρηχά, δηλαδή σιγά σιγά. Μισώ τις εκφράσεις, γιατί φωλιάζουν όλα τα συναισθήματα. Το ίδιο πρόσωπο που κλαίει, υποκύπτει στην λαγνεία. Όλα τόσα μικρά. Απόλυτα όλα και σύντομα, σαν παλιά χάπια που χάνουν τις ιδιότητες τους αποκτώντας πιο δυνατές παρενέργειες. Απόλυτη κάθε αλήθεια αλλά και σύντομη μόνο έτσι θα υπήρχε. Η προχειρότητα και το παρόν μας. Ο πιο απόλυτος φόβος είναι ακόμα πιο σύντομος, είναι θάνατος.
Η αισιοδοξια ειχε υποχωρησει απο μεσα της και ειχε παραμεινει συσσωρευμενη για λιγο στο προσωπο της για να δωσει τη σειρα της στην περιφρονηση, σαν καποιον που εγκαταλειπει και κραταει την πορτα ανοιχτη για να περασει καποιος φορτωμενος με πραγματα. σαν τον ηλιο στον οριζοντα πριν χαθει εντελως αφηνει μια δυνατη λαμψη. η περιφρονηση ειναι η απογοητευση που υιοθετησαν ολοι εκεινη που μπερδεψαν την αισιοδοξια με το καθηκον. η πιστη αθικτη. βαγονια αναμεσα σε αλλα βαγονια. το επομενο σταδιο του σοσιαλισμου ειναι ο κομμουνισμος. μια παλια στολη που καθημερινα ξεσκονιζει αλλα δισταζει να το φορεσει. ειναι ο φοβος που σε κραταει στη ζωη οπως ο βασανιστης το θυμα του, επειδη του ειναι χρησιμος. ποσο αισιοδοξος ο ανθρωπος, ποσο χρησιμος. η θυσια ειναι μοναχα μια επιλογη.

Όλες οι ψυχώσεις έχουν μοιραστεί. Κάθε σύνδρομο έχει δοκιμαστεί. Ο άνθρωπος παίζει. Θυσιάζει τα  πάντα για την ελευθερία του. Περνάει από τις ασθενείς χωρίς να το αντιληφθεί σαν κάποιον που κοιμάται πάνω σε έναν αρχαίο τάφο. Οι νεκροί δεν μας αγγίζουν. Προτιμάω την αρρώστια που δεν υφίσταται, την εμμονή κάποιου που νομίζει πως τον καταδιώκουν, προτιμώ την ψύχωση που δεν καταλαβαίνει κανείς. Ο άνθρωπος παίζει, είναι πρόθυμος άρα φυσιολογικός, δηλαδή ασήμαντος. Η αφέλεια αυτή  τρέφει τον κόσμο, ο φρέσκος άνθρωπος συγκροτεί τον κόσμο. Δεν ξέρει, ξοδεύει τα πάντα για γνώση, υπηρετεί.
Τι μπορεί να κάνει ευτυχισμένο έναν δικτάτορα; Πέρασα ώρες κοιτώντας φωτογραφίες τους. Είναι τόσο άνθρωποι. Δεν είναι η υποταγή, ούτε ο υποχρεωτικός θαυμασμός, ούτε ο φόβος, είναι οι εχθροί. Εχθρός σημαίνει μονάχα αντάξιος.
Μόνο ανάμεσα στους ίσους ανθρώπους υπάρχει απόλυτη υποταγή.
Σε εκείνους που τάχα νομίζουν ότι οι ιδέες τους συμπίπτουν, εκείνοι που μοιάζουν μεταξύ τους χωρίς να το γνωρίζουν. 

Αν πράγματι σκέφτομαι ανησυχητικά και νυστάζω   ξέρω ότι είναι καλύτερα να κοιμηθώ. Ξέρω ότι πρέπει να κοιμηθώ κι όμως εκμεταλλεύομαι τους φόβους μου. Είναι εξοικείωση με τον φόβο. Ο φόβος είναι απαίσιος. Ο φόβος μας κάνει ευαίσθητους. Ο φόβος μας δείχνει αυστηρούς, δηλαδή καχύποπτους. Υποψιάζομαι σημαίνει σκέφτομαι μαθηματικά  ποιητικά μαζί, ξέρω την υφή όλων των πραγμάτων, ξέρω πως μυρίζουν όλα τριγύρω και ξέρω πως όλα είναι απαίσια εκείνη την στιγμή. Δεν πιστεύω όσους λένε πως σε μια δύσκολη στιγμή η ζωή σου φαίνεται γλυκιά, γιατί μάλλον η δύσκολη στιγμή δεν ήταν τόσο δύσκολη ώστε να σκέφτεσαι τι τελικά είναι η ζωή. Όταν νιώθω χάλια, το μέλι μου φαίνεται σαν σκατά και η ομορφιά με ιδρώνει. Κιτρινίζω μέσα μου. Όποιος φοβάται έχει τέλειο προσανατολισμό. Δεν φοβάμαι. Ανησυχώ. Σκέφτομαι κάποιες εποχές που πράγματι υπήρχα μοναχικός, πως μπορούσα να συνυπάρχω καλύτερα με κάποιους αγνώστους ανθρώπους. Να μην με ενοχλεί η μιζέρια τους γιατί είναι φυσιολογική. Τα φυσιολογικά είναι αναπόφευκτα, είτε είναι αληθινά είτε ψεύτικα.  Ο ψεύτικος φόβος είναι χειρότερος γιατί διαρκεί.. Ο αληθινός φόβος μας προσδίδει μια ταυτότητα. Ο τρόπος που ξυπνάει κάποιος από έναν εφιάλτη, όλοι οι μορφασμοί του υπονοούν  μια γέννηση. Πρέπει να κλείσω τα μάτια μου και το μέτωπο μου το νιώθω να απλώνεται και να δέχεται ένα βάρος αναμνήσεων. Είναι αϋπνίες, μπορεί και πείνα. Αυτή τη στιγμή θέλω να τη κρατήσω, στην αϋπνία τίποτα δεν σε αγγίζει, δεν αναζητάς κάτι οικείο γιατί δεν υπάρχει κάτι εξωπραγματικό. Προτιμώ τη ναυτία γιατί μου προσφέρει και ύπνο μαζί. Ανυπομονησία προς την αποχαύνωση.  Γράφω σαν να έπρεπε να γράφω. Σκέφτομαι σαν να έπρεπε να σκέφτομαι δηλαδή όχι όπως πραγματικά σκέφτομαι. Ξέρω πως κανείς δεν γράφει για τον εαυτό του, δεν είναι από επιλογή του ή από κάποια δυσκολία.  Δεν μπορείς να γράφεις για τον εαυτό σου. Αν μπορούσαμε να γράψουμε την αλήθεια τότε η αλήθεια δεν θα άξιζε. Η ξεκάθαρη έκφραση με διχάζει, κάτι φουντώνει και κάτι μειώνει. Το συναίσθημα είναι ένα βίωμα. Όμορφα. Ένα βίωμα που μας τάραξε και δεν θέλουμε να μας ταράξει πάλι εξάλλου είναι αδύνατο.  Δεν υπάρχει καινούργιο συναίσθημα.. Ένα υλικό που παγώνει, καίγεται, αλλάζει μορφές αλλά είναι ίδιο. Όταν γυρίζεις στην πατρίδα σου, πατρίδα δηλαδή εννοούμε έναν χαμένο τόπο που τρέφει μια ακίνδυνη δυστυχία και κάποια τυπικά πράγματα που οι χώρα που έχεις μεταναστεύσει δεν στα προσφέρει, για παράδειγμα στην πατρίδα σου δεν φοβάσαι αν έχεις ξεχάσει το διαβατήριο στο σπίτι. Συνεχίζω, όταν επιστρέφεις, οι δρόμοι σου φαίνονται να έχουν μικρύνει, η γη σου φαίνεται να έχει πέσει πιο χαμηλά και να απομακρύνεται απελπιστικά από τον ουρανό. Αυτό σκέφτομαι για τα συναισθήματα, δηλαδή μια συνεχής ανανέωση βιωμάτων και ένα συμπέρασμα που όλο λέει να τελειοποιηθεί σαν ένα άγαλμα που ο γλύπτης δούλευε χρόνια με το πάθος του να λιγοστεύει..

Αυτό που θα επιθυμούσα να φοβηθώ, να το αντιμετωπίσω, σαν να μην ήμουν εγώ όμως, απαιτούσε από μένα ένα μέρος του μυαλό που το θυσίασα, ένα μέρος του μυαλού που επεξεργάζεται αποκλειστικά μια κατάσταση, σαν κάποιον που θυμάται αποκλειστικά κάποια μέρα της ζωής σου αποκομμένη από τη ζωή του, σαν να είναι φωτισμένο με ένα φως ή μια λέξη, που δεν αγγίζει τα άλλα πράγματα, ένας προβολέας σε μια άσχημη πλατεία, ένας Οιδίποδας μεταμφιεσμένος σε Προμηθέα. Βάλθηκα να σκέφτομαι ότι όπου και αν βρίσκομαι είναι σχεδιασμένο από κάποιους άλλους ανθρώπους. Οι δρόμοι είναι αδιέξοδοι. Βρίσκομαι στον κόσμο και με κυριεύει το μέρος του μυαλού αυτό, το καταδικασμένο φως που πέφτει πλέον παντού. Σαν να είμαι καταδικασμένος να κοιτάξω τον χάρτη ή την ώρα. Πρέπει μονίμως να αναλογιστώ πως κατέληξα εδώ. Το εδώ με απορροφά. Μυρίζω όπως το καφενείο που βρίσκομαι, μιλάω όπως ο κόσμος τριγύρω. Διαβάζω το ίδιο βιβλίο με κάποιον άλλον. Διαβάζω το ίδιο βιβλίο εδώ και καιρό.  Είναι ένα εφηβικό όνειρο του να φαντάζεσαι τον εαυτό σου εξόριστο ή κυνηγημένο, αποτυχημένο.  Αυτοί οι άνθρωποι που δεν έχουν υπάρξει ποτέ ήρωες, που δεν θαύμασε κανένας, παρά κάποιοι μεθύστακες μια καθηγήτρια που περνούσαν για τρελή, κάποιος που περνάει όλη την ημέρα του στο ψιλικατζίδικο . Πόσο αστείο άραγε να καταλήξεις μοναχικός σαν να το όρισες, σαν να το είχες ονειρευτεί. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που σε θαυμάσανε κάποτε, μόνο αυτοί υπήρξαν μοναχικοί στα αλήθεια και τους αγνοούσες. Στα αλήθεια πίστεψα ότι είναι καταδικασμένοι όχι επειδή μου έδειχναν συμπάθεια αλλά επειδή όταν νιώθω ότι κάποιος με χαιρετάει θερμά να νιώθω δειλός και βρώμικος.

Μέρος 5


Στην πολυκατοικία δεν μπορούσες να μπεις αν δεν βουτούσες τα πόδια σου στις λάσπες αλλά πάλι αυτός ο πρώην αξιωματικός έριξε κάποιες μεγάλες πέτρες σε αποστάσεις που χρειάζεται να πηδήξεις ώστε να γλιτώσεις χωρίς να λερωθείς. Ήταν ψηλός, είχε υπολογίσει τις αποστάσεις να ταιριάζουν με τα βήματά του. Ο πρώην αξιωματικός, πρώην κομμουνιστής, δεν έκανε παρέα με κανέναν.Ήταν παράξενος. Στο μπουντρούμι της πολυκατοικίας, έμπαινε σκυφτός και έκλεινε το ρεύμα που έδιναν φως στις σκάλες. Η δικιά μας είσοδος της πολυκατοικίας ήταν σκοτεινή. Το πρωί ήρθε ο Κλέντι, η μητέρα μου με ξύπνησε. Ήπια ζεστό γάλα και έτρεξα στα σκαλιά. Πάμε στην εκκλησία μου είπε. Τι; ρώτησα και σκέφτηκα τη μεγάλη εκκλησία της πόλης. Στο δημοτικό σχολείο, πίσω στην αλάνα χτίζουν μια νέα εκκλησία είπε. Oύτε καν νεκροταφείο δεν ήταν εκεί. Γιατί εκεί; είπα μέσα μου, εκεί μόνο σκατά και μεγάλες καμένες ρόδες από φορτηγά βρίσκεις σκεφτόμουν. Πάμε να δούμε. Κάποιοι Ιταλοί ιερείς μοιράζουν γλυκά. Τα σιχαινόμαστε τα γλυκά αυτά αλλά τα πουλάμε μετά στη γειτονιά  ή τα ανταλλάζουμε με κακής ποιότητας τσίχλες. Ίσως να μην χτίζουν εκκλησία είπα στον Κλέντι, εκείνος που έδειχνε αόριστα κάτι με το χέρι και είδε να ξεφορτώνουν μια χρυσή καμπάνα. Έριξα μια πέτρα και ακούστηκε μέχρι το γήπεδο λέει. Γύρισαν όλοι το κεφάλι τους. Καλά καλά,έλεγε σαν να απαντούσε στο κεφάλι μου όπως η καμπάνα στο χτύπημα. Με τα χέρια στις τσέπες γυρίσαμε στη γειτονιά. Φωνάζαμε τον Άλντο, εκείνος άνοιξε το παράθυρο πρησμένος από τον ύπνο και κατέβηκε μετά από λίγα λεπτά. Δεν είχε ρεύμα σχεδόν καμιά γειτονιά στη πόλη.  Έβγαλε από τη τσέπη ένα καπάκι (εκείνα από τα γυάλινα βαζάκια) και τρέξαμε σε αντίθετες κατεύθυνσης και παίζαμε πετώντας το (με μια κίνηση των χεριών βάζοντας τους δύο δείκτες και αφήνοντας το με δύναμη να στριφογυρίζει στον αέρα, να αιωρείται αρκετή ώρα). Δεν χτυπήσαμε κανένα τζάμι αλλά από τα παράθυρα έβγαιναν κεφάλια και μας έβριζαν. . Η λάσπη είχε γλείψει τα παπούτσια μου και με ένα λεπτό ξύλο καθάριζα το μέρος που σιγά σιγά εκείνο στέγνωνε. Το μεσημέρι φύγαμε για να πάμε σπίτια και μετά από το φαγητό βγήκαμε πάλι. Μαζεύτηκαν όλοι και καθόμασταν γύρω από ένα σιδερένιο καφέ κιόσκι. Γράφαμε πάνω του με κιμωλία βρισιές. Όταν ήρθε το ρεύμα όλοι σηκώθηκαν και φώναζαν : ήρθε το ρεύμα . Εγώ κοιτούσα την είσοδο της πολυκατοικίας μου με σβησμένα φώτα και το υπνοδωμάτιο να φωτίζεται ένα αδύναμο φως. Γύρισα σπίτι και έσπρωξα με τη μύτη του παπουτσιού μου τη πέτρα πιο πέρα. Το νερό είχε εξαφανιστεί και η λάσπη υποχωρούσε.
Πείραζα τα βιβλία του πατέρα μου όσο εκείνος έβλεπε ένα ντοκιμαντέρ στη τηλεόραση με εκείνον των σχολιαστή που μιλάει σαν να σου υπαγορεύει τις λέξεις που πρέπει να γράψεις. Τον διέκοψα και τον ρώτησα γιατί δεν έχει φίλους σαν τον αξιωματικό. Γιατί οι φίλοι μου έχουν πράγματα στο κεφάλι τους.  Φίλους έχουν όσοι δεν δουλεύουν. Και όλοι όσοι σε χαιρετάνε στο δρόμο τι είναι; Είναι παλιοί φίλοι.
Ο αέρας σαν να βάφτιζε τις πολυκατοικίες και αγνοούσε ενοχλητικά τον ουρανό. Πρόσεξα τη διαφορά μεταξύ των πραγμάτων που μπορούσα να αγγίξω με εκείνα που δεν θα έφτανα ποτέ. Αισθάνθηκα τα όρια μου μέχρι εκεί που μπορώ να πετάξω μια πέτρα ή έστω μέχρι το σημείο που θα με πετούσε ένα αυτοκίνητο αν με χτυπούσε. Το χρώμα σήμερα είναι κάπως κίτρινο. Σαν το χρώμα που έχει ένα μπουκάλι με βενζίνη μέσα. η πολυκατοικία μας είναι από τις τελευταίες κομμουνιστικές και δεν πρόλαβαν να την σοβατίσουν ή έστω να τη βάψουν. Είναι μπετόν. Σκέτο. Κάνει κρύο και τρύπησα τις κάλτσες μου στην παλιά σόμπα της θείας μου γιατί είναι όμορφο πως καίγεται αν και ενοχλητικό μετά . Περπατάω δίπλα από τα χαμηλά σπίτια που έχουν στηθεί στη σειρά και κοιτάω τα άσπρα τούβλα και τον χαμηλό τοίχο που έχει πάνω του γυαλιά και σπασμένα μπουκάλια γυάλινα. Σπάνια κανένα καρφί. Κρύος αέρας.
Ονειρεύτηκα πάλι τη σκηνή από μια ταινία που παίζει η τηλεόραση συχνά. Μπελμοντό, κάποιος τον σημαδεύει με το πιστόλι και εκείνος σκύβει για να τραβήξει το χαλί απότομα και να το ρίξει στο πάτωμα με μια θανατηφόρα πτώση. Η σκηνή αυτή μου προκαλεί μια παράξενη ναυτία. Μια ναυτία ακόμα και τώρα που γράφ□

http://shmeiwseisanupomonhsias.blogspot.gr/2011/07/blog-post_10.html




Δεν αισθάνομαι μεταφυσικά, βλέπω μεταφυσικά. Αντιλαμβάνομαι με τον ίδιο τρόπο που ξεχνάω και δεν καταλαβαίνω αν σε κάτι βυθίζομαι ή βγαίνω από κάποια άλλη κατάσταση. Όταν ακουμπάω άλλα δάχτυλα σκέφτομαι λαβύρινθους.  Δεν φτάνουν τα λάθη. Θέλω να είμαι μπερδεμένος πάντα, μόνιμα ανυπόμονος. Έχω πειστεί πως ο κόσμος είναι άγριος, πως η κοινωνία είναι άγρια και πως ο έρωτας είναι άγριος. Έχω δεχτεί ότι δεν θα γίνω ποτέ άγριος, δεν μπορώ να αμυνθώ. Δεν νομίζω πως κάποιος μπορεί να συμβαδίζει με κανέναν, δεν έχω νιώσει ποτέ την αδρεναλίνη του πλήθους. Νομίζω είναι ψεύτικη, έστω σε κάποια μυαλά και θέλω να μην είναι. Θέλω έναν κόσμο που να επικοινωνεί χωρίς να μιλάει. Θέλει ο κόσμος να δει, να δει τι;  Ο Κίπις μου λέει πως ξέρει τι σκέφτεται ο απέναντι που κοιτάει την απέναντι και νομίζει πως δεν έχει καρφωθεί, είναι η ασχήμια του κόσμου που μετά αλλάζει ύφος και πάλι είναι άσχημη. Είσαι λίγος και για αυτό ντρέπεσαι. Κοιτάς τα πάντα με τον ίδιο τρόπο μετά αλλά δεν το χεις. Ο κόσμος δεν χορταίνει να γίνεται γλοιώδης γιατί δεν είχε ποτέ αυτό που ήθελε δεν είναι επειδή δεν το κατάκτησε αλλά επειδή δεν ξέρει πως είναι να δίνεις ότι ονειρεύτηκες. Βλέπω κόσμο να τρομάζει όταν γελάς με κάποιον παρέα, βλέπω κόσμο να μη τρομάζει αν γελάς μόνος σου. Μου φτάνει που εσύ ξέρεις ποιο πουκάμισο φοράω και εγώ σηκώνω το κεφάλι να ανοίξω το φερμουάρ του μπουφάν. Το έχω 6 χρόνια. Το άλλο του πατέρα μου υπάρχει πριν γεννηθώ, από το ογδόντα κάτι, το φοράω και νιώθω να προσαρμόζομαι σε μια εποχή που κυνηγούσε το πρώτο λεωφορείο της ημέρας για το εργοστάσιο. 
τα ευθραυστα πραγματα εχουν μια δοση τελειοτητας και υποσχεσης, ανα πασα στιγμης μπορει να χαθουν χωρις να απαιτεις κατι απ' αυτα



κοιτώντας τις ρυτίδες κάποιου προσώπου και βιώνοντας εκείνη την ορμητική νοσταλγία, θέλεις τόσο να μιλήσεις για αυτό, για τις ρυτίδες, εκείνη τη στιγμή συζητάς για έναν αποχωρισμό, για κάτι δύσκολο που θα αλλάξει κάτι στη ζωή και βλέπεις τον χρόνο, τον βλέπεις και όσο ακούς άλλο τόσο γυρεύεις εκείνη τη ρυτίδα στο πρόσωπο, θα ένιωθες πραγματικά γελοίος αν το άγγιζες άλλο τόσο αν μιλούσες για αυτό, σαν να σου ανακοινώνουν κάτι σημαντικό και εσύ δένεις τα κορδόνια σου με αφοσίωση

το πρόβλημα είναι πως όλα αυτά που καμιά φορά φοβόμαστε και τα φανταζόμαστε σαν να είναι απολιθωμένα ζώα, ξαφνικά να ζωντανεύουν, εκείνη τη στιγμή εύχεσαι να μην το είχες φανταστεί, να πείσεις τον εαυτό σου πως επρόκειτο για κάποια ψευδαίσθηση και εκείνη την ώρα ακριβώς η ανάγκη για μια ψεύτικη καθησύχαση σε εγκαταλείπει και η φρίκη σαν ανεξίτηλη μπογιά που αφού χύθηκε δεν θα χαθεί, σίγουρα με το χρόνο, μα με το χρόνο και εσύ θα χανόσουν το ίδιο