οι μέρες εδώ επαναλαμβάνονται αργά μέχρι που αρχίζουν και περιστρέφονται γύρω σε έναν μυστήριο χορό.. δεν απομένει τίποτα, παρά να τιναχθείς , να την κοπανήσεις από δω. την κάνω και φτάνω πριν ξεκινήσω. στην καρέκλα στηρίζω το πόδι μου και τον αγκώνα στο γόνατο και το σαγόνι στο χέρι. αδειάζω τις σκέψεις μου στο τραπέζι, τις πατάω με ένα κερί που έχει μαζέψει σκόνη. σκέφτομαι να ανοίξω τον ουρανό, κάπου θα έχει ένα σκουριασμένο φερμουάρ. κάπου θα έχει μια πόρτα. σήμερα  είμαι τόσο ζωντανός όσο αρκεί. δεν πρέπει να βιαστώ. αυτός ο Χένρι Μίλερ λέει πως όλα θα έρθουν στην ώρα τους για αυτό να μην ανυπομονούμε για τίποτα. είμαι κακός τεμπέλης. μπορεί και καλός. κάτι σαπίζει μέσα μου και είναι κάτι που προσδοκεί να γίνει όνειρο. για να ονειρευτείς κάτι πρέπει να ζεις μέσα στο όνειρο. σαν τον πνιγμένο που διψά. σαν τον φτωχό που μισεί τα λεφτά. 
οι μέρες εδώ επαναλαμβάνονται αργά μέχρι που αρχίζουν και περιστρέφονται γύρω σε έναν μυστήριο χορό.. δεν απομένει τίποτα, παρά να τιναχθείς , να την κοπανήσεις από δω. την κάνω και φτάνω πριν ξεκινήσω. στην καρέκλα στηρίζω το πόδι μου και τον αγκώνα στο γόνατο και το σαγόνι στο χέρι. αδειάζω τις σκέψεις μου στο τραπέζι, τις πατάω με ένα κερί που έχει μαζέψει σκόνη. σκέφτομαι να ανοίξω τον ουρανό, κάπου θα έχει ένα σκουριασμένο φερμουάρ. κάπου θα έχει μια πόρτα. σήμερα  είμαι τόσο ζωντανός όσο αρκεί. δεν πρέπει να βιαστώ. αυτός ο Χένρι Μίλερ λέει πως όλα θα έρθουν στην ώρα τους για αυτό να μην ανυπομονούμε για τίποτα. είμαι κακός τεμπέλης. μπορεί και καλός. κάτι σαπίζει μέσα μου και είναι κάτι που προσδοκεί να γίνει όνειρο. για να ονειρευτείς κάτι πρέπει να ζεις μέσα στο όνειρο. σαν τον πνιγμένο που διψά. σαν τον φτωχό που μισεί τα λεφτά. 


Ακουμπάω τη ζωή μου ελάχιστα. Δεν τραβάω το χέρι μου γιατί πιστεύω πως θα αποκαλύψω κάτι και ξέρω πως τότε θα είναι αργά, αλλά επιμένω.  Όλα τα άλλα είναι γυμνά και άγγιχτα. Όλα τα άλλα δεν μου θυμίζουν κάτι. 

-τα βλεπω όλα από δω

-πως είναι;

-ασπρο, μαυρο, ασπρο μαυρο

-βλεπεις καμια πολυκατοικια χωρις κεραια;

-ΟΧΙ


Όποιος θέλει διαρκώς να «εξυψωθεί» πρέπει να περιμένει ότι μια μέρα θα τον πιάσει ίλιγγος. Τι είναι ο ίλιγγος; Ο φόβος μην πέσεις; Γιατί όμως μας πιάνει ίλιγγος πάνω σ’ ένα μπαλκόνι με κάγκελα; Ο ίλιγγος είναι άλλο πράγμα απ’ το φόβο μην πέσουμε. Είναι η φωνή του κενού κάτω από μας που μας τραβάει και μας καταπίνει, η επιθυμία μας να πέσουμε που μετά πολεμάμε με τρόμο.
Μίλαν Κούντερα -Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι.

Βρισκόμενος εδώ , μια πικρή αποπλάνηση με τραβάει, το κάλεσμα, ο φόβος συγχέονται. Οι φορές που νιώθω το κενό κάτω από πόδια μου με κάνουν να νιώθω σαν μπαλόνι που φοβάται μήπως τρυπηθεί και βρεθεί πάνω κάτω. Κυριολεκτικά ο αέρας μπορεί να έρθει πολύ ύπουλα. Δεν ξέρεις που να κρατηθείς, από το κάγκελο που μπορεί να πέσει ή να στηριχτείς στον τοίχο που φοβάσαι μήπως σε σπρώξει. Ενώ υπόγεια το κάλεσμα δίνει τη θέση στο φως και το φως είναι η ελπίδα. Εκεί όλα στενεύουν απειλητικά και ο αέρας εξαφανίζεται σαν προδότης. Όταν λείπει ο προσανατολισμός ή το φως, βρισκόμενος υπόγεια, οι πιθανότητες να πας προς τα κάτω ή προς την επιφάνεια είναι εντελώς τυχαίες. Ενώ στην πτώση, την αδράνεια την νιώθεις και όσο πέφτεις κάθε δευτερόλεπτο, σαν βουτιά. Ξέρεις μάλλον τον στόχο. Την πρόκληση της πτώσης αργά ή γρήγορα την βιώνουν όλοι. Η απελπισία είναι ένας παροξυσμός λέει ο Σιοράν και διαρκεί πάντα. Το ερώτημα τελικά είναι πότε ο φόβος γεννιέται μέσα σου. Από την στιγμή που μια σκέψη αυτοκαταστροφική γεννιέται μέσα σου, την στιγμή εκείνος είσαι χαμένος. Το ουτοπικό όνειρο είναι στην επιφάνεια τελικά;

φωτογραφία : http://autosxedio.blogspot.com/

Μια φορά σου συμβαίνει. Την άλλη περιμένεις άσκοπα. Για αυτό όλα διαρκούν κάτι λιγότερο από το τίποτα... 
Με παροτρύνει πάντα η ανυπομονησία μου ενώ με συγκρατεί η λογική μου. Όταν συμβαίνει το ανάποδο, συμβαίνει κάτι παράξενο. Ήταν τόσο πράσινη η μέρα τότε. Δεν θα θυμάσαι όμως τι έγινε. Σε είδα να περνάς από το στενό και εγώ είχα στηρίξει το ένα πόδι στον τοίχο και έκαιγα σπίρτα, αναστατώθηκα όταν σε αντιλήφθηκα και παραλίγο να πέσω, γελούσες όσο απομακρυνόσουν. Λίγο παρακάτω σταμάτησες, έβαλες το χέρι σου στο μέτωπό σου και εγώ ήρθα με τη σειρά μου αποφεύγοντας σταγόνες νερό που άφηναν άσπρα σεντόνια από τα μπαλκόνια πάνω στο κεφάλι μου. Ένα αμάξι πέρασε από τον δρόμο και πάτησε σε μια λακκούβα νερό και εγώ σε γύρισα προς τον τοίχο και εσύ  μου δάγκωσες το χέρι. Δεν ήθελες προστασία μου έλεγες ενώ εγώ αγαπούσα τη φωνή σου.  Κοιτούσες ένα παπούτσι που είχε κρεμαστεί από ένα καλώδιο που ένωνε δυο πολυκατοικίες και μου είπες πως κάποιο πουλί θα το ξέχασε εκεί. Και το κασκόλ που φορούσες μου είπες πως άνηκε σε ένα ψάρι που  ψαρεύει. Ύστερα. Ύστερα θυμήσου, ήπιαμε με κλειστά μάτια ένα ποτό που μας έκανε να δακρύσουμε και μιας και το απαιτούσε η κατάσταση, αποχαιρετιστήκαμε.
Υπάρχει. Η στιγμή υπάρχει. Περπατάω πάνω στη στιγμή. Καθόλου σίγουρος για το που πηγαίνω αλλά σίγουρος για αυτό που περιμένω. Πηγαίνω αντίθετα στον μονόδρομο και ότι έρχεται δεν μπορώ να το αποφύγω. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου σαν τις πόρτες του σουπερ μάρκετ. Μπαινοβγαίνουν πελάτες. Μπαινοβγαίνουν εικόνες. Τις δέχομαι πολύχρωμες τις αποτυπώνω ασπρόμαυρες.  Ένας τυφλός μπροστά μου περπατά πιο σίγουρος. Γιατί θέλει να περπατήσει. Το μπαστούνι ενός τυφλού περιέχει φως. Κι όμως όπως λέει ο Χούλιο, οι τυφλοί μας φωτίζουν. Με παρατηρεί. Κοιτάω αλλού, κοιτάω τόσο μέσα μου και δεν βλέπω τίποτα, γιατί κοιτάω απροετοίμαστος, σαν να ξυπνάω απότομα. Σκούντηξε τους ανθρώπους ξαφνικά (χωρίς δύναμη) και από την αντίδραση τους θα καταλάβεις πολλά. Πριν αμυνθούν. Οι άνθρωποι όταν αμύνονται είναι επικίνδυνοι. Συγνώμη (πες τους) θέλω να σας ρωτήσω αν σας περισσεύει καθόλου μίσος και εκείνοι στην αρχή θα γελάσουν με κακία. Μετά θα θυμώσουν, όχι πως δεν θέλουν να δώσουν μίσος αλλά δεν ξέρουν πώς να το δώσουν επειδή δεν ξέρουν γιατί κουβαλάνε τόσο μαζί τους. Το μίσος ως αντίδοτο, το μίσος σαν φίλος. Με τόσο μίσος μένεις μισός. Αν ζητήσεις αγάπη θα πάρεις μπόλικο μίσος. Από το μίσος φυτρώνουν τόσα. Δεν βαριέσαι..ε; Άκου αυτό:

Είμαι το πρόσωπό μου στον άνεμο, κόντρα στον άνεμο, είμαι  άνεμος που μαστιγώνει το πρόσωπό μου. Γκαλεάνο.
Περπατάω. Θα μπορούσα μάλλον να περπατήσω. Παραπατάω αλλά φαίνεται σαν να περπατάω. Προς τα έξω τίποτα δεν φαίνεται. Είμαι σχεδόν τυφλός, βλέπω όσα αναγνωρίζω. Όσα θέλω για να τρομάξω, για να γελάσω, για να αναρωτηθώ. Εκείνο που δεν ζυγίζω ποτέ είναι εκείνο που δεν ξέρω και άλλες φορές δεν ξέρω καθόλου τι ξέρω ενώ άλλες ξέρω ότι δεν ξέρω καθόλου. Δεν ξέρω. Επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνομαι. Ακούω τη μητρική μου γλώσσα, θυμάμαι τις τσιγγάνες πωλήτριες στο παζάρι της πόλης να φωνάζουν με ένα τόνο φωνής που μοιάζει να έρχεται από ένα τούνελ όπου έχουν κρύψει τα όνειρα τους αλλά τους τα παίρνει ο αέρας σαν χαρτονόμισμα φεύγει από το χέρι κάποιου παιδιού που  το έστειλε ο πατέρας του να αγοράσει τσιγάρα. Οι φωνές εκείνες με τρόμαζαν, είχαν τόση σιγουριά και τόση δύναμη. Σήκωναν οι πελάτες ψηλά διάφορα ρούχα και τα πετούσαν πιο πέρα για να βρουν άλλα, σαν εργάτες που σκάβουν χώμα και το ρίχνουν παραπέρα.
Παλιά επίσης με τρόμαζε όταν (το ρεύμα) άνοιγε κάποια πόρτα στο σπίτι. Που κάποιο φάκελο τρύπωνε κάτω από την πόρτα, που ο ξάδελφος μου βούλωνε με δάχτυλο του το ματάκι της πόρτας όταν ερχόταν να με δείρει, να παίξουμε. Σήμερα χαίρομαι που παλιά ερχόταν ο γαλατάς με ένα γυάλινο μπουκάλι γάλα και εγώ άνοιγα με ένα άδειο γυάλινο μπουκάλι με μια δυο σταγόνες γάλα. Παλιά χαιρόμουν που ο ξάδελφος μου με άφηνε να τον χτυπάω και εγώ. Πριν δέκα χρόνια έκλαψα που ο πατέρας μου γύρισε με άσπρα μαλλιά, μόλις ένα χρόνο από την διανομή στην Ελλάδα. Τον κοιτούσα από το ματάκι της πόρτας, μέχρι που εκείνο θόλωσε. Πριν λίγο έκλεισα μια πόρτα και απ’ έξω άκουσα τη φωνή μου να λέει.
Βλάκα. Ο Δον Κιχώτης δεν υπάρχει. 

Γράφω. Ζηλεύω τις αναμνήσεις μου. Θυμάμαι. Η θύμηση είναι η μεγαλύτερη κούραση γιατί είναι εσωτερική. Είναι ακίνδυνη παραίσθηση και κάθε παραίσθηση απαιτεί λίγο παραλογισμό. Για αυτό μετατρέπεται σε ανία που γυρίζει στο κεφάλι σαν ενοχλητική μύγα που γυρίζει γύρω από μια λάμπα. Και αυτό γιατί φως αυτό είναι αφύσικο. Απαιτώ από τον εαυτό μου πράγματα που δεν ξέρω και συνηθίζω να καταλήγω σε άλλες συνήθειες που με κουράζουν παραπάνω. Ο ορισμός της κούρασης σε μια φράση του Πεσσόα «Όλα με κουράζουν, ακόμα και αυτά που δεν με κουράζουν».
Παραξενεύομαι. Συναντάω ανθρώπους μετά από καιρό και παραξενεύομαι που δεν παραξενεύομαι.
Δεν επιλέγω ανθρώπους γιατί δεν επιλέγω συνθήκες. Έρχονται στο κεφάλι μου σαν δευτερόλεπτα, σαν μακρινοί επισκέπτες ενώ την επόμενη στιγμή να ξεχάσω το λόγο. Δεν ξαφνιάζομαι, ούτε ξαφνιάζω. Θυμάμαι τόσο άστοχα όσο άστοχα με θυμούνται.
Στα σκασμένα δερμάτινα καθίσματα, φαγωμένα κάπου – κάπου, είδα ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο.
Ο Βρούτος χαμογελούσε ή έκλαιγε.