Η Μάργκαριτ διαβάζει την πρώτη επιστολή του Κλίντι.

Θα πάμε κάτω από ένα δέντρο και μόλις το αγγίξουμε εκείνο θέλοντας να ανταποκριθεί θα αφήσει όλα τα φύλλα πάνω μας. Ένα φύλλο θα πιαστεί από τα μαλλιά σου και εγώ θα στο βγάλω όταν θα κλείσεις τα μάτια σου. Όταν ανοίξεις τα μάτια σου θα το έχω στο χέρι μου. Ένα τελευταίο φύλλο θέλοντας να προσγειωθεί τελευταίο θα μας αποσπάσει την προσοχή και θα τρέξουμε να το προλάβουμε, στην προσπάθεια αυτή θα ξαπλώσουμε στα φύλλα. Θα σου μιλήσω για κάποιο ποίημα που λέει για ένα πάρκο  στρωμένο με φύλλα, σαν πολύχρωμο χαλί ενώ εσύ θα κοιτάς αλλού. Θα θυμώσω. Θα γελάσεις. Θα γελάσω. Θα σταματήσεις. Θα φέρεις το κασκόλ σου στο πρόσωπο μου και θα μου δώσεις ένα όνειρο. Και το όνειρο θα ζηλέψει την πραγματικότητα… 

Ο Κλίντι ονειρεύτηκε πως κάποιος τον έριξε από μια ψηλή γέφυρα. Το ίδιο χέρι τον τράβηξε έξω από τα νερά. Ήθελε απεγνωσμένα να ξαναπέσει από τόσο ψηλά. Μόλις βγήκε από το ποτάμι, βρέθηκε σε άλλη γέφυρα ακόμα πιο ψηλή, Κοίταξε πίσω του την γέφυρα που είχε πέσει και παραξενεύτηκε. Γέφυρα κάτω από την γέφυρα, αστείο σκέφτηκε. Πριν αντιληφθεί τι γινόταν το χέρι τον έσπρωχνε πάλι. Έπεφτε και ένιωθε τον αέρα να του σπάει τα δάχτυλα. Η κοιλιά του σαν να δεχόταν μια αόρατη γροθιά. Το στόμα γέμιζε αέρα. Πέφτει στα νερά. Πριν προσπαθήσει να κολυμπήσει, το άγνωστο χέρι τον τραβάει. Περπατά λίγο και μια ακόμα πιο ψηλή γέφυρα κάτω από τα πόδια του.  
Ξύπνησε με το ένα πόδι μουδιασμένο. Στην γέφυρα του Μάρτη, είχαν χωριστεί και ανακάλυψαν την αθανασία. Ήδη η Μάργκαριτ έλειπε δυο μήνες. Ο Κλίντι θυμήθηκε το όνειρο όπως τεντωνόταν. Πόσο μακριά μπορεί να πετάξει κανείς; Όταν κάνεις ένα μεγάλο ταξίδι στην επιστροφή είναι αναγκασμένος να δεις τα ίδια τοπία. Σήμερα θα αντιμετώπιζε για ακόμα μια φορά την αύρα της. Ερχόταν όταν δεν το περίμενε πάντα και οι συμπτώσεις του κάνανε ένα σκληρό παιχνίδι. Πόσα παραπάνω μπορεί να σου προσφέρει μια στιγμή από κάποια άλλη; Πως όλα συγχέονται μεταξύ τους να πετύχει μια εκρηκτική στιγμή που την περιμένεις τόσο και όταν έρχεται είσαι τόσο άδειος και χωρίς λογική. Αφαιρώ την σκέψη έλεγε ή σκέφτομαι πολλά την στιγμή εκείνη και το συμπάν με κλωτσάει. Ήξερε πάντα πως το παιχνίδι που γινόταν τελευταία ή το προσχεδίαζαν και οι δύο ή κανείς. Η μαγεία της σύμπτωσης είναι εντυπωσιακή όταν το θελήσεις. Η συχνότητα και η ομορφιά μαζί με το άγνωστο γεννούν ένα όνειρο και για τους δυο. Το σημερινό όνειρο ήταν μια πτώση που επιθυμούσα είπε μέσα του ο Κλίντι. Κούμπωνε τα κουμπιά του πουκάμισου, εκείνα στα μανίκια και θυμήθηκε πως θα την δει για το καθήκον της σύμπτωσης.  
Ένα χέρι στο λεωφορείο τον ακουμπάει, δεν γυρίζει. Ρίξε με έλεγε από μέσα του. Σκεφτόταν πως η γέφυρα ένωνε το παρελθόν με το παρόν. Το όνειρο ερχόταν με θολά καρέ στο μυαλό του. Το χέρι;
Ο Κλίντι άνοιξε ένα βιβλίο του Κούντερα και διάβασε το εξής : Η καθημερινή μας ζωή βομβαρδίζεται από τυχαία περιστατικά, πιο συγκεκριμένα από τυχαίες συναντήσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και στα γεγονότα, αυτό που ονομάζουν συμπτώσεις. Υπάρχει σύμπτωση όταν δύο απρόβλεπτα γεγονότα συμβαίνουν ταυτόχρονα.
Το χέρι πίσω στην πλάτη του. Γυρίζει. Κανείς. 

Επιστολή της Μάργκαριτ στον Κλίντι.

Σε μισώ τόσο που θέλω να σε δω.

Όσο δεν επιστρέφω τόσο σου ανήκω. 



Σημειώσεις του Κλίντι.
Σύμπτωση   .  είναι   αποτέλεσμα που προέκυψε από γρήγορη ωρίμανση μιας προβλέψιμης κατάστασης την οποία δεν θα προσέχαμε εάν οι συνθήκες δεν απαγορεύανε μια αφηρημένη αντιμετώπιση ή ανασκόπηση. Σύμπτωση, η μοναδική πιθανότητα. (οι συνθήκες ? - λεπτομέρεια που μου ξεφεύγει)
ñ
Το χασίς δίνει ή παίρνει το όνομα του στο δολοφόνοAssasin από το Haschich. (σελ 85. από βιβλίο του Παπαγιώργη)
-Λέει επίσης-

Κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη. Τζέιμς Τζόις.
Παρασκευή γεννήθηκα.

Αν πας στην πλατεία θα δεις δέντρα κουρεμένα και κρυωμένα. Τα κλαδιά να υψώνονται σαν δάχτυλα που θέλουν να ξεβιδώσουν παλιές λάμπες από τον ουρανό. Πλανητες.
>>>>>>
ψαροκόκαλο



μειον.

Μέρος 1

Δραπέτευσε από τον ύπνο της και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών. Με το βλέμμα στυλωμένο στον Κλίντι, τεντώθηκε και χασμουρήθηκε, ξύπνησε πάλι πρώτη.
Τα αμάξια κόρναραν μέσα στη σκόνη που αποκάλυπταν μεγάλες ακτίνες του ήλιου που γλίτωσαν από κάποια σύννεφα που ανέβηκαν ψηλά με τις ανάσες τις άνοιξης, η εποχή που η Μάργκαριτ θέλει να κρατήσει αιώνια.
Την ώρα που η Μάργκαριτ αγόραζε γάλα και τσιγάρα. Ο Κλίντι ξυπνούσε αργά και χωρίς να γυρίσει πλευρά, κατάλαβε την απουσία της.
Η πόρτα άνοιξε, τρίζοντας.
Η Μάργκαριτ μπήκε στο δωμάτιο. Ο Κλίντι γύρισε το κεφάλι του ανακουφισμένος με πρησμένα μάτια. Εκείνη ανέβηκε στο κρεβάτι, χοροπηδώντας πάλευε να φτάσει το ταβάνι. Παγώνει για λίγο, ακίνητη, πέφτει πάνω του σαν λιπόθυμη. Ο Κλίντι απλώνει τα χέρια και την κρατάει πριν πέσει πάνω του. Την τραβάει ερωτικά και εκείνη κάνει πως κοιμάται για να τον φιλήσει στο λαιμό. Λίγο πριν φτάσει εκεί, σταματάει, απορώντας με τον εαυτό της.
(ανατριχιασμένος ο Κλίντι, αναμένει. Η Μάργκαριτ ανασαίνει θυμωμένα.)
Υπήρχαν μέρες που τρεφόταν με ανησυχία για αυτό και είχαν εξαντλητικό ρυθμό. Τις μέρες εκείνες ο Κλίντι ένιωθε ανήμπορος, ανυπόμονος, μηδαμινός, ανήσυχος, αυτοκαταστροφικός, ξεκρέμαστος, εξαρτημένος, κάθιδρος, νυσταγμένος, διψασμένος, ηλίθιος, έμφοβος, άηχος, χαοτικός, αόρατος, γελοίος, άδικος, αδικημένος, καχύποπτος, προδομένος, προδότης, μετανοιωμένος και ιψενικός. (Υποψιαζόταν πως μοιραζόταν την Μάργκαριτ με κάποιον άλλον)
Όσο το καλοκαίρι έριχνε την άγκυρα του στην πόλη, στο σπίτι ένα είδος ερωτικού μίσους είχε κάποιες έντονες εκρήξεις, εκείνοι προσπαθούσαν να το σβήσουν με ηδονή και ύπνο, αναζήτηση άλλης αγκαλιάς, ανάποδη αναπαράσταση του μη πραγματοποιημένου, φαντασιώσεις και μεθύσια. Υπέρβαση ή αδυναμία. Έξαψη.
Η Μάργκαριτ τυλιγμένη στην κουρτίνα, σκέφτεται, θέλει να την βγάλει σαν να επρόκειτο για ρούχο της αλλά ο Κλίντι την σταματάει. Εκείνη νιώθει να προστατεύεται όταν εκείνος την σταματάει , νιώθει πως αλλάζει δρόμο, πως φεύγει αλλού, μαζί του. Ο Κλίντι μικρός έκλαιγε όταν η μητέρα του έβαζε για πλύσιμο τις κουρτίνες του σπιτιού, συνήθως τις Κυριακές. Σαν να γκρέμιζε κάποιος τοίχος. Δύσκολο να συνηθίσει το θέαμα αυτό. (Η αισθησιακή μνήμη γυρίζει αναπάντεχα)
Νομίζω πως πρέπει να βάλω για πλύσιμο τις κουρτίνες, είπε η Μάργκαριτ.
Άλλη φορά, αποκρίθηκε ο Κλίντι.

Μου είπες πως εφόσον η χαρά είναι εφήμερη, όλα είναι εφήμερα. Από τότε ζω κάθε εποχή όπως λέμε κάθε μέρα. Η κάθε μέρα είναι μια εποχή μόνη της. Χτες είχε γέλιο. Ήταν σαν κάποια μέρα άλλης ζωής, έτσι εφήμερα έζησα την εποχή «γέλιο που ζαλίζει». Μπαίνω στις εποχές χωρίς να το αντιληφθώ, σίγουρα με μια παλιά άμαξα που το ταβάνι της το χαϊδεύουν  τα φύλλα των δέντρων. Διαβάζω έξω από το παράθυρο τις ξύλινες ταμπέλες που λένε τις εποχές.  «κλωστή στην καρδιά», «ακροποταμιά στο χέρι», «θέλω να σε σκέφτομαι», «μαγική απουσία», «περιμένω τα ψάρια». Ανεβαίνω σπίτι ακούγοντας μουσική. Όταν ακούω τον σταθμό που μου προτείνει ο φιλόσοφος δεν καταλαβαίνω τον κόσμο. Ούτε τον πλανήτη. Αν στις πλατείες έπαιζε κλασσική μουσική, ο κόσμος θα έπεφτε από τα μπαλκόνια. Δεν θα καταλάβαινε τίποτα, θα τρόμαζε με την ύπαρξη του. Τώρα όλοι συμβιβαζόμαστε σε ότι γνωρίζουμε. Ακολουθούμε τις ίδιες διαδρομές, τρώμε τα ίδια φαγητά, με τους ίδιους ανθρώπους μιλάμε αν και δε τους χωνεύουμε. Μακριά αυτά. Μόνο ο φιλόσοφος σε κάνει να διαφωνείς με τον εαυτό σου. Είναι εκπληκτικό. Μιλάει με αφηγήσεις για να καταλήξει σε μια ουσία. Ταξιδεύω όπου πήγε εκείνος όταν ήταν νέος. Καταλαβαίνω μετά τον Πεσσόα, για την αισθητική απόλαυση που γράφει. Από μια καρέκλα μπορώ να ονειρευτώ τον κόσμο όλο. 
Επ, άκυρο.  Βρήκα ένα τσιμπιδάκι. Τους ρωτάω όλους αν συμφωνούν πως η λέξη αδικεί το αντικείμενο ή που δεν ταιριάζει. Μόνο κάποιος είχε ένα επιχείρημα, «είναι ανήσυχο και όργανο ματαιοδοξίας» είπε. Πάντως η ομορφιά κατοικεί στα πιο άκυρα μέρη. Ο έρωτας τρίβεται στα χείλη. Θυμάμαι μικρός στην γειτονιά μου, με τους φίλους μου να ψάχνουμε μέρη που κατοικεί ο έρωτας. Ντρεπόμασταν τόσο όταν κοπέλες της γειτονιάς μας έβλεπαν όλους μας μαζεμένους πάνω στην πίσω πόρτα ενός χαλασμένου φορτηγού, μονίμως ανοιχτό (εκείνες οι σιδερένιες μεγάλες πόρτες που εξέχουν πολύ και αντέχουν για πλάκα πολλά άτομα πάνω). Ενώ όταν έβρεχε εμείς κρυβόμασταν κάτω από την πόρτα. Ντρεπόμασταν γιατί ήξεραν τι ξεφυλλίζαμε. Εκεί οι μεγαλύτεροι έκρυβαν τσιγάρα και τσοντοπεριοδικά. Οι γυμνές φωτογραφίες έκλεβαν όλο το χρώμα από τριγύρω και πήγαζε από τα πρόσωπα μας μια απίστευτη διάθεση για άγγιγμα της φωτογραφίας σαν κίνηση που επιτρέπει πρόσβαση σε ένα φανταστικό κόσμο, με μια αφή. Έφταιγε  το δέρμα. Το μάτι κολλημένο στο στήθος να ξεκινά αργό ταξίδι σαν βάρκα στον ωκεανό μέχρι να μπούτια. Τα πρώτα φιλιά που έβλεπα στην τηλεόραση με έκαναν να κοκκινίζω μπροστά στους γονείς μου και όταν έτρεχα στο δωμάτιο σκεφτόμουν πως είναι παράξενο αλλά σίγουρα κάποιος λόγος θα υπάρχει που οι άνθρωποι φιλιούνται. Όπως και να έχει, θυμάμαι μικρός μοίραζα πεταχτά φιλιά στο τζάμι. Άκουγα προσηλωμένος του μεγαλύτερους να λένε πως φίλησαν διάφορες κοπέλες. Κοιτώντας φωτογραφίες με όμορφες γυναίκες εστίαζα το βλέμμα μου στα χείλη. Από κει ξεκινά το παιχνίδι, το πρώτο βήμα, το ήξερα.. Στα αλβανικά, πουθ σημαίνει φιλάω. Στο μυαλό μου η λέξη ταιριάζει απόλυτα με το φιλί. Ξεκινά κάπως αθόρυβα η λέξη. Η συνάντηση είναι το Π. σαν ελαφρύ ξεφύσημα, το οουυυ είναι ένας εσωτερική ικανοποίηση, μια κραυγή στο στήθος που βγαίνει προς τα έξω σαν αδύναμο κύμα και το θ είναι όταν το ένα χείλος ρουφάει το άλλο. Διαβάζω τώρα τον Τομ Ρόμπινς. Το φιλί είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου, λέει. Το φιλί δεν μιμήθηκε τη φύση αλλά την αναδόμησε. Η παράδοση μας πληροφορεί ότι το φιλί όπως το γνωρίζουμε επινοήθηκε από τους ιππότες του μεσαίωνα για έναν πρακτικό σκοπό : για να εξακριβώσουν αν οι γυναίκες τους είχαν βάλει χέρι στο βαρέλι με το υδρόμελι όσο εκείνοι έλειπαν στις Σταυροφορίες. Αν η ιστορία για μια φορά είναι ακριβής, το φιλί άρχισε σαν ένας κατασκοπικός ασπασμός ή σαν μια στοματική διερεύνηση. Μετά λέει το φιλί διαδόθηκε στις βασιλικές αυλές, στα χωριά, παντού. Το φιλί είναι για όλους. Το φιλί είναι η δόξα του ανθρώπινου είδους. Κανένα φιλί δεν πηγαίνει χαμένο. ( πηγή -Αγριόπαπιες πετούν ανάστροφα- Τομ Ρόμπινς).
Ήρθε η εποχή «τσιμπιδάκι στα χείλη». Ήρθες σκεπτική και γέλασες όταν σου είπα για τους πίνακες και μου έδωσες ένα καπέλο και τρέξαμε να βρούμε μια εποχή δική μας. Πήρες μαζί σου δυο βιβλία. Μου είπες πως υπάρχουν και άσχημοι πίνακες. Δεν σε πίστεψα και μου διάβασες το εξής: Για να περάσουν την ώρα τους, πιάνουν μη βρώσιμα ψάρια :για να μην σαπίζουν, σ’ όλες τις ακτές έχουν βάλει πινακίδες που λένε στους ψαράδες να θάβουν τα ψάρια στην άμμο, μόλις τα βγάζουν από το νερό. (Claude Levi- Strauss, Tristes Tropiques)Πήγες στην ονειροχώρα μου, ξήλωσες όλους τους πίνακες και τους έβαλες να δείχνουν αντίθετα, προς τα κάτω και προς τον ουρανό. Με πήρες τηλέφωνο και άκουσα για πρώτη φορά τη φωνή σου από το τηλέφωνο. Τι παράξενα όλα ε ; Όταν το κλείσαμε έπαιζα με το καλώδιο του τηλεφώνου. Είναι σαν μια μπούκλα από τα μαλλιά σου. Είδα τον φιλόσοφο στο δρόμο. Καταλήξαμε πως οι άνθρωποι υπάρχουν για να εξυπηρετούν και θέλουν εξυπηρέτηση επειδή ξέρουν πως είναι το μόνο που μπορούν να δώσουν και έχουν μάθει, αυτό τους ικανοποιεί. Εξυπηρέτηση σαν μορφή εξουσίας, ταπείνωσης, δύναμης. Για αυτό εξαντλούνται όταν εξυπηρετούν. Το άσχημο είναι πως παρακαλάς για να εξυπηρετήσεις.. Έστριψα στο μανάβικο με αργό βήμα. Δεν θέλω να σε βρω γιατί φοβάμαι μήπως σε αγαπήσω λιγότερο απ’ όσο θέλω. Πρέπει να μάθουμε τους εαυτούς μας. Δηλαδή εγώ εσένα και εσύ εμένα. Πρέπει να φύγω, μια άλλη εποχή ξημέρωσε.



Τι σου χρησίμεψε το καλοκαίρι, αηδόνι μες στα χιόνια ; σελ 237.
(Χούλιο)
Νικάει μόνο όποιος ποτέ του δεν τα καταφέρνει. Δυνατός είναι μόνο- όποιος πάντα αποθαρρύνεται. Οι νικητές χάνουν την ικανότητα απογοήτευσης. σελ 159. 
(Φερνάντο)


Μόνο η αποτυχία μπορεί να γιορτάσει γιατί είναι μια κατάσταση ισοπέδωσης όπου η πληρότητα ξεχειλίζει. Αν κατέκτησες κάτι, αν άλλαξες κάτι σημαίνει πως προοριζόταν (και ήταν εύκολο) να αλλάξει. Και ανάποδα, η άνεση να κατακτάς τα πάντα αναιρεί την αίσθηση της ήττας και ότι αυτή συμβολίζει. Η νίκη αν έχει όρια παύει να θεωρείται νίκη; Η νίκη, η εξουσία στα χέρια μας είναι μια απάτη και τύχη όπως και η γέννηση μας. Όσο διαρκεί η προσπάθεια να πάρεις την πρώτη ανάσα στη ζωή τόσο διαρκεί η μεγαλύτερη χαρά. Η αρχή της καταστροφής ξεκινά με την ομορφιά. Ο έρωτας είμαι μια ένωση. Παρομοίως δυο άκυρα μεταξύ τους ποτά ανακατεμένα μπορεί να δώσουν ωραίο χρώμα στο ποτήρι αλλά η γεύση σε κάνει να ξερνάς. Πρέπει να γίνεις πιο σάπιος για να γευτείς τα πάντα. Πρέπει να τσακιστείς για να απελευθερωθείς. Ο έρωτας μιμείται της απόλαυσης; H νοσταλγία μπορεί να σε προδώσει; Η εκτίμηση είναι μια μορφή λύπης ή  η συνέπεια της ; Κάθε εμπειρία είναι και τροφή για ψευδαίσθηση; Ζω σημαίνει έχω ζήσει λέει ο Φερνάντο. Η βιωματική αυτή επανάληψη φθείρεται.
Κάθε ερώτηση  είναι και παραβίαση και υπεκφυγή.
Τέλος.
Γελάς με τα κατορθώματα των μυρμηγκιών;  



Ξέρω από ένστικτο σημαίνει μου είπαν και συμφώνησα. Ξέρω λοιπόν. Οι πιο γνωστοί είναι οι μεθύστακες, από φάτσα μέχρι παρατσούκλι. Ξέρω πως οι φτωχοί δεν φωνάζουν, ουρλιάζουν και συνήθως στα σπίτια τους.  Οι χειρότεροι- εκείνοι με την περιορισμένη διάνοια τους και μπόλικη μιζέρια που τους δέρνει, ψάχνουν μειονεκτήματα στους άλλους όσο περισσότερο υπαρκτά γίνεται. Δεδομένα και αποδεχτά. ΚΑΙ γελάς όταν κάτι απωθημένο το πατάςΒλέπεις τις πατημασιές στο χορτάρι. Όταν γυρίσεις την πλάτη τα χόρτα έχουν σηκωθεί πάλι