Κλείνεις την πόρτα και ανοίγει η μπαλκονόπορτα. Σαν κρύβεις μια πληγή αποκαλύπτεις μια άλλη. Κλείνω τα μάτια και κουφαίνομαι. Αποφεύγω το σκοτάδι πέφτοντας σε άλλο (πιο πυκνό) σκοτάδι που ξεχύθηκε από το φως που είναι τόσο ξένο γιατί είναι τόσο ξένο; Είναι εκείνο το σκοτάδι που καταργεί την ταχύτητα και το χρόνο. Συνυπάρχω έπειτα στο σκοτάδι αυτό με όσα έμειναν μαζί μου, μέχρι να τα κάψω. Πως αλλιώς θα επιθυμήσω πάλι;  Αυτά  έλεγε μέσα του ο Κλίντι και άκουγε μια φωνή ναι λέει σχεδόν τραγουδιστά … όμορφες στιγμές, αφόρητες μνήμες ύστερα.  
Η Μάργκαριτ σκέφτεται, η ζέστη την έχει βουτήξει σε μια ζαλάδα ενώ μονάχα η πλάτη και τα δόντια της είναι κρύα. Θέλει να είναι η τελευταία της φορά ώστε το μουντό (πρώτα) και ερωτικό (έπειτα) σκηνικό να αποκτήσει ένα νόημα.
Θέλει αλλά ο Κλίντι το θέλει πιο πολύ αυτό και εκείνη τρομάζει από λαχτάρα και τόσο λάμψη της κλεμμένης επιθυμίας και σκοτάδι πέρα απειλεί πως έρχεται και όσο αργούν να αποφασίζουν (δεν ξέρουν τι) το σκοτάδι πάει να χαθεί και ο Κλίντι σφίγγει την Μάργκαριτ και η Μάργκαριτ σφίγγεται.