Κάποιες κλούβες τις αστυνομίας έκοβαν βόλτες στους δρόμους των Τιράνων και μόλις εντόπιζαν κάποιον νέο σε ηλικία των τράβαγαν μέσα χωρίς να το έχει πάρει χαμπάρι. Ο Γκέρι μου διηγήθηκε την ιστορία του. Γύριζε σπίτι και για να αποφύγει κάποια μεγάλη λακκούβα με νερό και λάσπη έκανε έναν μικρό κύκλο και δύο άτομα τον σήκωσαν και τον έριξαν σε ένα άβολο κάθισμα μαζί με κάποιους άλλους τύπους, κατάλαβε μονομιας ότι θα τον ρωτήσουν αν έχει κάνει στρατό, είπε πως ναι κατάλαβαν ότι έλεγε ψέματα.  Πικράθηκε μέχρι τα πόδια του. Είχε λίγες μονάδες στο κινητό. Έπρεπε να ενημερώσει γρήγορα τη μητέρα του ώστε να πάρει τον θείο του τηλέφωνο και αυτός με τη σειρά του να πάρει τηλέφωνο έναν καλό φίλο (με αξιωμα που σίγουρα θα τον γλίτωνε). Οι αστυνομικοί ειδοποιούν όσοι προλάβετε , προλάβατε. Μέχρι το αστυνομικό τμήμα μπορεί κανείς να κανονίσει να αποφύγει το στρατό, προσωρινά τουλάχιστον (μέχρι πριν 2-3 χρόνια ο στρατός ήταν υποχρεωτικός στην Αλβανία) οπότε ακόμα και να βρει κανείς κάποιον γνωστό για αναβολή εάν το όνομα του έχει γραφτεί στη λίστα τότε δεν θα αποφύγει το ξύρισμα του κεφαλιού και έπειτα 12 μήνες μέσα. Ιδρωμένος μαζί με τους άλλους ο Γκέρι έχει ήδη ειδοποιήσει σχεδόν ουρλιάζοντας τη μητέρα του « πάρε τον θείο, με πάνε στρατό». Τα κτήρια μοιάζουν να λιώνουν και ο προορισμός πλησιάζει. Όλα μοιάζουν να έχουν γκρεμιστεί και ο δρόμος ξαφνικά είναι υπερβολικά λειος και το αμάξι τρέχει με ασύλληπτη ταχύτητα. Τουλάχιστον για τον Γκέρι. Την στιγμή που η κλούβα πλησιάζει το αστυνομικό τμήμα, εκείνος τρέμει, ένας αστυνομικός σε ένα μπλοκάκι αναφέρει (όπως πάντα) τα ονόματα που ειδοποιήθηκαν από το γραφείο να αφεθούν ελεύθεροι, ο Γκέρι άκουσε το όνομα του, ήταν ο μόνος που γλίτωσε από την ομάδα, μα τι παράξενο. Θόρυβος, πολύς θόρυβος γέμισε τα αυτιά του, σχεδόν ρούφηξε κάθε ήχο που τον περιτυλιγε. Πρόλαβε λέει να δει έναν μικρόσωμο νεαρό που έκλαιγε. Τον έσπρωξαν έξω σαν σε χορευτική σκηνή. Στο δρόμο έκλαψε από χαρά και έχασε το κινητό σε μια από τις λακκούβες με νερό και λάσπη.