Σκέφτομαι πως όλα είναι αόριστα γιατί επιθυμώ αόριστα. Ερμηνεύω τη ζωή σαν κάτι που σε δεσμεύει με ότι δέχεσαι. Και μου είναι δύσκολο να γραπωθώ από κάτι αόριστο. Εδώ και μέρες επαναλαμβάνω, κάτι κάνω λάθος, κάτι κάνω λάθος, κάτι κάνω λάθος, κάτι κάνω λάθος.
Ψάχνω το βρεγμένο σπίρτο μου, το δηλητήριο σου, τα χέρια μου. Κάτι κάνω λάθος.
Είμαι πεπεισμένος ότι δεν μπορώ να αλλάξω τίποτα, δεν σκέφτομαι τίποτα. Σκέφτομαι μόνο όταν θέλω να αλλάξω κάτι. Είμαι τόσο αγχωμένος που δεν ξέρω για πιο να αγχωθώ πρώτα, και για λίγο, μένω ακίνητος, μπερδεύω σκέψεις και τις βιώνω σαν να κινούνται γύρω από μένα, στην ουσία είναι σκέψεις που κατοικούν έξω από μένα, γιατί αν μου ανηκει κάτι, το αγνοώ γιατί δεν το διαχωρίζω από μένα. Θα ήμουν ανήσυχος αν ήξερα τι μπορεί να με καθησυχάσει, θα ήθελα να είμαι σαν κάποιον ερημίτη που δεν θέλει να του δείξουν το μονοπάτι για την βουνοκορυφή, γιατί γυρεύει το τίποτα. Ψάχνω για πληγές, τόση ησυχία επιβάλλεται μόνο από κάποια μεγάλη σύγκρουση.
Που έπεσα ;
ένα αδύναμο πρωινό, έξω στην αυλή δυο παλιές σακούλες αγκάλιαζαν λίγο νερό και θύμισαν σε κάποιον πως έβρεχε τα μεσάνυχτα, ένα χέρι έβαφε μια πόρτα που η αναπνοή του χρόνου την είχε κάνει κάπως κίτρινη σαν τα δάχτυλα που κρατάνε το τσιγάρο
το άσπρο, δυνατό, κάλυπτε το παλιό χρώμα και κάποιος αισθάνθηκε σαν να σβήνει κάτι μέσα του
το κίτρινο αυτό το βρήκε και στα μικρά καλοριφέρ του σπιτιού, και αυτό το χρώμα ταίριαζε με ένα τσουχτερό βιβλίο με μικρά μικρά μικρά μικρά γράμματα
ήταν η εποχή πριν του επιτεθούν οι μυρωδιές, και την λέξη μελαγχολία μπορούσε να την πει χωρίς να συγκρατήσει τη φωνή του όπως κάνει για όλες τις λέξεις
τι να κάνω, σκέφτηκε, πήρε μια αναπνοή που απολίθωσε κάτι συναισθήματα...
συμβιβάζομαι με τη ζωή, σαν κάποιον ο οποιος, κάνει πως καταλαβαίνει τον μανάβη που φλυαρεί, οι μανάβηδες φλυαρούν επειδή αγγίζουν όλες τις γεύσεις, και κάνω πως καταλαβαίνω ενώ καταλαβαίνω, και ας είναι γελοίο, εξάλλου όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και όταν αισθάνονται πράγματι στεναχωρημένοι ή χαρούμενοι, προσπαθούν να μιμηθούν κάτι που δεν τους ταιριάζει για να αποφύγουν τη φύση τους που τους τρομάζει..
Γυρίζει ακόμα στους δρόμους, δεν πηγαίνει στις γειτονιές σας και δεν κρατά βιβλίο στο χέρι. Η ποίηση του είναι άνοστη, μυρίζει καπνό, πριν τον διαβάζεις έχει καεί ήδη το χαρτί. Ο Ηρόστρατος ο ξεχασμένος ήρθε και έφυγε χωρίς να τον καταλάβουν.  Αυτό είναι τέχνη, να μπορείς να καταστρέφεις ότι φτιάχνεις.  Η ερμηνεία στην ανυπαρξία με τραβάει. Και ας μην καταλαβαίνω πως μερικοί σπάνε τα μούτρα τους χωρίς να πονάνε, πως μπορούν και κυκλοφορούν με παραμορφωμένες φάτσες. Γελάς ποτέ ερασιτεχνικά; Πως μπορείς να μην καταστρέφεις τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό σου…;
Κατέβα, έφτασες.
Αν τα συναντήσω όλα από την αρχή, πάλι θα λυπηθώ τη σκιά μου, όταν υποφέρω για κάτι ελπίζω να υποφέρω πράγματι ώστε να τελειώσει η ιστορία. Γιατί καθώς βλέπω τη ζωή μου σαν μια θάλασσα που φτάνει στα μάτια μου, θέλω να κοιτάζω πιο πέρα αλλά είναι κάτι που κάθε λίγο πετάγεται και ο αφρός μου καίει τα μάτια, βυθίζεται και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια.  Δεν θέλω να έχω ανοιχτά τα μάτια. Δεν θέλω να κοιτάζεις στα μάτια μου. Έχω προσέξει πως τα μάτια των ανθρώπων αλλάζουν, τα χειρότερα είναι εκείνα που σε κοιτάνε γελάνε αλλά δεν χαίρονται γιατί δεν αφήνουν τον εαυτό τους να δώσουν. Μόνο θέλουν. Όλοι θέλουν τα πάντα. Τώρα δεν θέλω τίποτα, το ίδιο είναι όμως. Έχω χιόνι στο κομοδίνο μου, έχω ζαρωμένο μέτωπο, και ένα σημάδι στο πλάτη. Μαζεύω όλα όσα έχω, αργά ότι έχω και δεν έχω, ότι δεν έχω δηλαδή, αργά όμως. Και μετά δεν κάνω τίποτα. Δεν δίνω συμβουλές πλέον, όταν δίνεις συμβουλές και δεν παραξενεύεσαι ο ίδιος απ' αυτές, τότε σημαίνει πως δεν αξίζουν να ειπωθούν... δεν κάνω τίποτα, δεν γράφω, αλήθεια. 

φωτογραφια : maciel goelzer
Κάθε στιγμή θυμάμαι κάτι. Θυμάμαι πάντα. Δεν θυμάμαι τα πάντα όμως. Όταν επαναλαμβάνω μια λέξη τρείς φορές αρχίζω και φοβάμαι.  Ανακαλώ ελάχιστα, μου αρκούν. Και μπορώ να περιγράψω όλες τις αναμνήσεις, να τις τσαλακώσω, να τις χώσω στις τσέπες σου, και όταν τις δεις μετά θα νομίσεις πως είναι δικές σου αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις με βρίσκουν. Για αυτό δεν δυσκολεύομαι να μιλήσω για αυτές. Δεν υπάρχουν απερίγραπτες αναμνήσεις. Δεν θέλω να μεγεθύνω τη ζωή. Θέλω να την κάνω μικρή. Να χωρέσει στο χέρι μου. Προς στιγμήν, κατηφορίζω, όπως πάντα, 9 λεπτά. Στο τέλους του δρόμου, υπάρχει η πινακίδα που μου δείχνει τη γειτονιά από όπου κατέβηκα. Και νιώθω δυνατός, σαν κατάφερα να περάσω τα σύνορα… μιας γειτονιάς.

Αν στρίψω αριστερά, και περπατήσω 10 λεπτά, προς πλατεία Αμερικής. Θα βρω μια χαρούμενη οικογένεια που το κίτρινο φως της λάμπας τους κλέβει τη χαρά και μοιάζουν λυπημένοι.
Η κυρία Diana. Μια φορά είχα αρρωστήσει άσχημα, μεσάνυχτα με πήρε στους ώμους της και με πήγε στο νοσοκομείο, η μητέρα μου έφτασε μισή ώρα μετά λαχανιασμένη. Όταν μαγείρευε παστίτσιο έφερνε το ταψί σπίτι, από τότε μου άρεσε ζεστό το παστίτσιο. Ο κύριος Ναζίμ, έχει γαλάζια μάτια, του αρέσει η ρακί, τα ανέκδοτα. Έχει ήπια φωνή και το χειμώνα φοράει ωραία πουλόβερ. Η J, μου κατουρούσε το κρεβάτι, μου έπαιρνε τα αγαπημένα μου πράγματα και τα έκρυβε στο σπίτι ώστε να παιδεύομαι μέχρι να τα βρω... αυτά, πριν πολλά χρόνια.
Μου αρέσει να σκέφτομαι κάτι παρά να το βλέπω. Όπως μερικές λέξεις που προτιμώ να τις λέω παρά να τις γράφω. Και έτσι δεν θα μάθεις για τις λέξεις μου. Μοντεβίδεο. Δεν κατάφερα να έρθω πάλι. Δεν ήξερα πως μπορώ να φτάσω τόσο εύκολα. Τώρα γυρίζω στην Κοριέντες. Ο ουρανός εδώ είναι                    ,               ,         ,  δεν μπορώ να γράψω άλλα για τον ουρανό. Αν σου χαρίσω τις λέξεις μου δεν μου απομένει τίποτα. Τα ζαχαροπλαστεία πουλάνε λέξεις, τώρα όμως είναι κλειστά. Δεν ανοίγω το Google Earth, φαντάζομαι. Θέλω να έρθω, Μοντεβίδεο, να τους πω να μην βάψει κανείς κανένα κάγκελο, να μην κοιμηθεί κανένας, εγώ όταν βάφω νυστάζω, και βαριέμαι, όταν βαριέμαι βγάζω συμπεράσματα. Είναι το πιο εύκολο. «αύριο» σκέφτηκα πως οι άνθρωποι υπαγορεύουν κανόνες στις ζωές τους. Σήμερα σκέφτηκα πως είναι κανόνας να σκέφτομαι χτες. Και πως όλα αυτά είναι ψέματα λέω. Ρίχνω νερό στην αυλή (στο τσιμέντο). Μέχρι να πάω στο παράθυρο, έχει στεγνώσει το νερό. Να έτσι ξεχνάνε οι άνθρωποι και στεγνώνουν και μετά διψάνε πάλι. 13 μπαλκόνια γύρισαν να με δουν, όλα ανάποδα. Λάθος, 14.