Αυτό που θα
επιθυμούσα να φοβηθώ, να το αντιμετωπίσω, σαν να μην ήμουν εγώ όμως, απαιτούσε
από μένα ένα μέρος του μυαλό που το θυσίασα, ένα μέρος του μυαλού που
επεξεργάζεται αποκλειστικά μια κατάσταση, σαν κάποιον που θυμάται αποκλειστικά
κάποια μέρα της ζωής σου αποκομμένη από τη ζωή του, σαν να είναι φωτισμένο με
ένα φως ή μια λέξη, που δεν αγγίζει τα άλλα πράγματα, ένας προβολέας σε μια
άσχημη πλατεία, ένας Οιδίποδας μεταμφιεσμένος σε Προμηθέα. Βάλθηκα να σκέφτομαι
ότι όπου και αν βρίσκομαι είναι σχεδιασμένο από κάποιους άλλους ανθρώπους. Οι
δρόμοι είναι αδιέξοδοι. Βρίσκομαι στον κόσμο και με κυριεύει το μέρος του
μυαλού αυτό, το καταδικασμένο φως που πέφτει πλέον παντού. Σαν να είμαι
καταδικασμένος να κοιτάξω τον χάρτη ή την ώρα. Πρέπει μονίμως να αναλογιστώ πως
κατέληξα εδώ. Το εδώ με απορροφά. Μυρίζω όπως το καφενείο που βρίσκομαι, μιλάω
όπως ο κόσμος τριγύρω. Διαβάζω το ίδιο βιβλίο με κάποιον άλλον. Διαβάζω το ίδιο
βιβλίο εδώ και καιρό. Είναι ένα εφηβικό
όνειρο του να φαντάζεσαι τον εαυτό σου εξόριστο ή κυνηγημένο, αποτυχημένο. Αυτοί οι άνθρωποι που δεν έχουν υπάρξει ποτέ
ήρωες, που δεν θαύμασε κανένας, παρά κάποιοι μεθύστακες μια καθηγήτρια που
περνούσαν για τρελή, κάποιος που περνάει όλη την ημέρα του στο ψιλικατζίδικο .
Πόσο αστείο άραγε να καταλήξεις μοναχικός σαν να το όρισες, σαν να το είχες
ονειρευτεί. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που σε θαυμάσανε κάποτε, μόνο αυτοί υπήρξαν
μοναχικοί στα αλήθεια και τους αγνοούσες. Στα αλήθεια πίστεψα ότι είναι
καταδικασμένοι όχι επειδή μου έδειχναν συμπάθεια αλλά επειδή όταν νιώθω ότι
κάποιος με χαιρετάει θερμά να νιώθω δειλός και βρώμικος.
Μέρος 5
Στην
πολυκατοικία δεν μπορούσες να μπεις αν δεν βουτούσες τα πόδια σου στις λάσπες
αλλά πάλι αυτός ο πρώην αξιωματικός έριξε κάποιες μεγάλες πέτρες σε αποστάσεις
που χρειάζεται να πηδήξεις ώστε να γλιτώσεις χωρίς να λερωθείς. Ήταν ψηλός,
είχε υπολογίσει τις αποστάσεις να ταιριάζουν με τα βήματά του. Ο πρώην αξιωματικός, πρώην κομμουνιστής, δεν έκανε παρέα με
κανέναν.Ήταν παράξενος. Στο μπουντρούμι της πολυκατοικίας, έμπαινε σκυφτός και
έκλεινε το ρεύμα που έδιναν φως στις σκάλες. Η δικιά μας είσοδος της
πολυκατοικίας ήταν σκοτεινή. Το πρωί ήρθε ο Κλέντι, η μητέρα μου με ξύπνησε.
Ήπια ζεστό γάλα και έτρεξα στα σκαλιά. Πάμε στην εκκλησία μου είπε. Τι; ρώτησα
και σκέφτηκα τη μεγάλη εκκλησία της πόλης. Στο δημοτικό σχολείο, πίσω στην
αλάνα χτίζουν μια νέα εκκλησία είπε. Oύτε καν νεκροταφείο δεν ήταν
εκεί. Γιατί εκεί; είπα μέσα μου, εκεί μόνο σκατά και μεγάλες καμένες ρόδες από
φορτηγά βρίσκεις σκεφτόμουν. Πάμε να δούμε. Κάποιοι Ιταλοί ιερείς μοιράζουν
γλυκά. Τα σιχαινόμαστε τα γλυκά αυτά αλλά τα πουλάμε μετά στη γειτονιά ή τα
ανταλλάζουμε με κακής ποιότητας τσίχλες. Ίσως να μην χτίζουν εκκλησία είπα στον Κλέντι,
εκείνος που έδειχνε αόριστα κάτι με το χέρι και είδε να ξεφορτώνουν μια χρυσή
καμπάνα. Έριξα μια πέτρα και ακούστηκε μέχρι το γήπεδο λέει. Γύρισαν όλοι το
κεφάλι τους. Καλά καλά,έλεγε σαν να απαντούσε στο κεφάλι μου όπως η καμπάνα στο
χτύπημα. Με τα χέρια στις τσέπες γυρίσαμε στη γειτονιά. Φωνάζαμε τον Άλντο, εκείνος άνοιξε το παράθυρο πρησμένος από τον ύπνο και κατέβηκε
μετά από λίγα λεπτά. Δεν είχε ρεύμα σχεδόν καμιά γειτονιά στη πόλη. Έβγαλε από τη τσέπη ένα καπάκι (εκείνα από τα
γυάλινα βαζάκια) και τρέξαμε σε αντίθετες κατεύθυνσης και παίζαμε πετώντας το
(με μια κίνηση των χεριών βάζοντας τους δύο δείκτες και αφήνοντας το με δύναμη
να στριφογυρίζει στον αέρα, να αιωρείται αρκετή ώρα). Δεν χτυπήσαμε κανένα
τζάμι αλλά από τα παράθυρα έβγαιναν κεφάλια και μας έβριζαν. . Η λάσπη είχε γλείψει τα παπούτσια μου
και με ένα λεπτό ξύλο καθάριζα το μέρος που σιγά σιγά εκείνο στέγνωνε. Το
μεσημέρι φύγαμε για να πάμε σπίτια και μετά από το φαγητό βγήκαμε πάλι.
Μαζεύτηκαν όλοι και καθόμασταν γύρω από ένα σιδερένιο καφέ κιόσκι. Γράφαμε πάνω
του με κιμωλία βρισιές. Όταν ήρθε το ρεύμα όλοι σηκώθηκαν και φώναζαν : ήρθε το
ρεύμα . Εγώ κοιτούσα την είσοδο της πολυκατοικίας μου με
σβησμένα φώτα και το υπνοδωμάτιο να φωτίζεται ένα αδύναμο φως. Γύρισα σπίτι και
έσπρωξα με τη μύτη του παπουτσιού μου τη πέτρα πιο πέρα. Το νερό είχε
εξαφανιστεί και η λάσπη υποχωρούσε.
Πείραζα τα
βιβλία του πατέρα μου όσο εκείνος έβλεπε ένα ντοκιμαντέρ στη τηλεόραση με
εκείνον των σχολιαστή που μιλάει σαν να σου υπαγορεύει τις λέξεις που πρέπει να
γράψεις. Τον διέκοψα και τον ρώτησα γιατί δεν έχει φίλους σαν τον αξιωματικό.
Γιατί οι φίλοι μου έχουν πράγματα στο
κεφάλι τους. Φίλους έχουν όσοι δεν
δουλεύουν. Και όλοι όσοι σε χαιρετάνε στο δρόμο τι είναι; Είναι παλιοί φίλοι.
Ο αέρας σαν να
βάφτιζε τις πολυκατοικίες και αγνοούσε ενοχλητικά τον ουρανό. Πρόσεξα τη
διαφορά μεταξύ των πραγμάτων που μπορούσα να αγγίξω με εκείνα που δεν θα έφτανα
ποτέ. Αισθάνθηκα τα όρια μου μέχρι εκεί που μπορώ να πετάξω μια πέτρα ή έστω
μέχρι το σημείο που θα με πετούσε ένα αυτοκίνητο αν με χτυπούσε. Το χρώμα
σήμερα είναι κάπως κίτρινο. Σαν το χρώμα που έχει ένα μπουκάλι με βενζίνη μέσα. η πολυκατοικία μας είναι από τις τελευταίες κομμουνιστικές και δεν πρόλαβαν να
την σοβατίσουν ή έστω να τη βάψουν. Είναι μπετόν. Σκέτο. Κάνει κρύο και τρύπησα τις κάλτσες
μου στην παλιά σόμπα της θείας μου γιατί είναι όμορφο πως καίγεται αν και
ενοχλητικό μετά . Περπατάω δίπλα από τα χαμηλά σπίτια που έχουν στηθεί στη
σειρά και κοιτάω τα άσπρα τούβλα και τον χαμηλό τοίχο που έχει πάνω του γυαλιά
και σπασμένα μπουκάλια γυάλινα. Σπάνια κανένα καρφί. Κρύος αέρας.
Ονειρεύτηκα πάλι
τη σκηνή από μια ταινία που παίζει η τηλεόραση συχνά. Μπελμοντό, κάποιος τον
σημαδεύει με το πιστόλι και εκείνος σκύβει για να τραβήξει το χαλί απότομα και
να το ρίξει στο πάτωμα με μια θανατηφόρα πτώση. Η σκηνή αυτή μου προκαλεί μια
παράξενη ναυτία. Μια ναυτία ακόμα και τώρα που γράφ□
http://shmeiwseisanupomonhsias.blogspot.gr/2011/07/blog-post_10.html
http://shmeiwseisanupomonhsias.blogspot.gr/2011/07/blog-post_10.html
Δεν
αισθάνομαι μεταφυσικά, βλέπω μεταφυσικά. Αντιλαμβάνομαι με τον ίδιο τρόπο που
ξεχνάω και δεν καταλαβαίνω αν σε κάτι βυθίζομαι ή βγαίνω από κάποια άλλη κατάσταση.
Όταν ακουμπάω άλλα δάχτυλα σκέφτομαι λαβύρινθους. Δεν φτάνουν τα λάθη. Θέλω να είμαι μπερδεμένος
πάντα, μόνιμα ανυπόμονος. Έχω πειστεί πως ο κόσμος είναι άγριος, πως η κοινωνία
είναι άγρια και πως ο έρωτας είναι άγριος. Έχω δεχτεί ότι δεν θα γίνω ποτέ άγριος,
δεν μπορώ να αμυνθώ. Δεν νομίζω πως κάποιος μπορεί να συμβαδίζει με κανέναν,
δεν έχω νιώσει ποτέ την αδρεναλίνη του πλήθους. Νομίζω είναι ψεύτικη, έστω σε
κάποια μυαλά και θέλω να μην είναι. Θέλω έναν κόσμο που να επικοινωνεί χωρίς να
μιλάει. Θέλει ο κόσμος να δει, να δει τι; Ο Κίπις μου λέει πως ξέρει τι σκέφτεται ο
απέναντι που κοιτάει την απέναντι και νομίζει πως δεν έχει καρφωθεί, είναι η
ασχήμια του κόσμου που μετά αλλάζει ύφος και πάλι είναι άσχημη. Είσαι λίγος και
για αυτό ντρέπεσαι. Κοιτάς τα πάντα με τον ίδιο τρόπο μετά αλλά δεν το χεις. Ο
κόσμος δεν χορταίνει να γίνεται γλοιώδης γιατί δεν είχε ποτέ αυτό που ήθελε δεν
είναι επειδή δεν το κατάκτησε αλλά επειδή δεν ξέρει πως είναι να δίνεις ότι
ονειρεύτηκες. Βλέπω κόσμο να τρομάζει όταν γελάς με κάποιον παρέα, βλέπω κόσμο
να μη τρομάζει αν γελάς μόνος σου. Μου φτάνει που εσύ ξέρεις ποιο πουκάμισο
φοράω και εγώ σηκώνω το κεφάλι να ανοίξω το φερμουάρ του μπουφάν. Το έχω 6 χρόνια.
Το άλλο του πατέρα μου υπάρχει πριν γεννηθώ, από το ογδόντα κάτι, το φοράω και
νιώθω να προσαρμόζομαι σε μια εποχή που κυνηγούσε το πρώτο λεωφορείο της ημέρας
για το εργοστάσιο.
κοιτώντας τις
ρυτίδες κάποιου προσώπου και βιώνοντας εκείνη την ορμητική νοσταλγία, θέλεις
τόσο να μιλήσεις για αυτό, για τις ρυτίδες, εκείνη τη στιγμή συζητάς για έναν
αποχωρισμό, για κάτι δύσκολο που θα αλλάξει κάτι στη ζωή και βλέπεις τον χρόνο,
τον βλέπεις και όσο ακούς άλλο τόσο γυρεύεις εκείνη τη ρυτίδα στο πρόσωπο, θα
ένιωθες πραγματικά γελοίος αν το άγγιζες άλλο τόσο αν μιλούσες για αυτό, σαν να
σου ανακοινώνουν κάτι σημαντικό και εσύ δένεις τα κορδόνια σου με αφοσίωση
το
πρόβλημα είναι πως όλα αυτά που καμιά φορά φοβόμαστε και τα φανταζόμαστε σαν να
είναι απολιθωμένα ζώα, ξαφνικά να ζωντανεύουν, εκείνη τη στιγμή εύχεσαι να μην
το είχες φανταστεί, να πείσεις τον εαυτό σου πως επρόκειτο για κάποια
ψευδαίσθηση και εκείνη την ώρα ακριβώς η ανάγκη για μια ψεύτικη καθησύχαση σε
εγκαταλείπει και η φρίκη σαν ανεξίτηλη μπογιά που αφού χύθηκε δεν θα χαθεί,
σίγουρα με το χρόνο, μα με το χρόνο και εσύ θα χανόσουν το ίδιο
Ο εαυτός μας
είναι η τελειοποιημένη μοναξιά. Ακίνδυνη και ακατάπαυστη, απαλλαγμένη από
καθετί άγνωστο ή γνωστό. Διχασμένο σαν κύμα που δεν γνωρίζουμε αν η θάλασσα ή
τα χείλη της γης το εγκαταλείπουν. Όσα
δώσαμε, δεν είναι δικά μας, για αυτό δεν τα αναζητάμε. Αναμένουμε. Δεν δίνουμε
τον εαυτό μας, δεν μοιράζεται η μοναξιά, δεν μπορεί να μοιραστεί. Ένα αόρατο
αγκίστρι μας τραβάει αλλού. Μας τσακίζουν από τα ρούχα και εμείς σπεύδουμε να
φτιάξουμε το γιακά ή το μπουφάν μας. Νιώθουμε απελπιστικά τυχεροί όταν κάτι δεν
μας τρομάζει. Είμαστε μόνοι και στις
χειρονομίες συνεπείς, στο συναίσθημα άπραγοι. Δεν χρησιμοποιούνται τα
συναισθήματα. Δεν μπορούμε να γευτούμε τους εαυτούς μας. Η μοναξιά επιμένει. Υπάρχει μοναξιά, δεν υπάρχει ταξίδι. Οι υποτιθέμενες εικόνες του ταξιδιού συγχέονται με εκείνες του παρελθόντος. Αυτές είναι πράξεις ονειροπόλησης. Ένας άνθρωπος πηγαίνει πέρα δώθε στα βαγόνια ενώ το τρένο έχει σταματήσει αιώνες τώρα. Το ταξίδι υπήρχε και εμείς σερνόμαστε στο παρελθόν που δεν μας ανήκει. Υπάρχει η μοναξιά. Ο εαυτός μας είναι η τελειοποιημένη μοναξιά. Η μοναξιά επιμένει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)