Μου αρέσει να σκέφτομαι κάτι παρά να το βλέπω. Όπως μερικές λέξεις που προτιμώ να τις λέω παρά να τις γράφω. Και έτσι δεν θα μάθεις για τις λέξεις μου. Μοντεβίδεο. Δεν κατάφερα να έρθω πάλι. Δεν ήξερα πως μπορώ να φτάσω τόσο εύκολα. Τώρα γυρίζω στην Κοριέντες. Ο ουρανός εδώ είναι                    ,               ,         ,  δεν μπορώ να γράψω άλλα για τον ουρανό. Αν σου χαρίσω τις λέξεις μου δεν μου απομένει τίποτα. Τα ζαχαροπλαστεία πουλάνε λέξεις, τώρα όμως είναι κλειστά. Δεν ανοίγω το Google Earth, φαντάζομαι. Θέλω να έρθω, Μοντεβίδεο, να τους πω να μην βάψει κανείς κανένα κάγκελο, να μην κοιμηθεί κανένας, εγώ όταν βάφω νυστάζω, και βαριέμαι, όταν βαριέμαι βγάζω συμπεράσματα. Είναι το πιο εύκολο. «αύριο» σκέφτηκα πως οι άνθρωποι υπαγορεύουν κανόνες στις ζωές τους. Σήμερα σκέφτηκα πως είναι κανόνας να σκέφτομαι χτες. Και πως όλα αυτά είναι ψέματα λέω. Ρίχνω νερό στην αυλή (στο τσιμέντο). Μέχρι να πάω στο παράθυρο, έχει στεγνώσει το νερό. Να έτσι ξεχνάνε οι άνθρωποι και στεγνώνουν και μετά διψάνε πάλι. 13 μπαλκόνια γύρισαν να με δουν, όλα ανάποδα. Λάθος, 14.