Κάθε στιγμή θυμάμαι κάτι. Θυμάμαι πάντα. Δεν θυμάμαι τα πάντα όμως. Όταν επαναλαμβάνω μια λέξη τρείς φορές αρχίζω και φοβάμαι.  Ανακαλώ ελάχιστα, μου αρκούν. Και μπορώ να περιγράψω όλες τις αναμνήσεις, να τις τσαλακώσω, να τις χώσω στις τσέπες σου, και όταν τις δεις μετά θα νομίσεις πως είναι δικές σου αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις με βρίσκουν. Για αυτό δεν δυσκολεύομαι να μιλήσω για αυτές. Δεν υπάρχουν απερίγραπτες αναμνήσεις. Δεν θέλω να μεγεθύνω τη ζωή. Θέλω να την κάνω μικρή. Να χωρέσει στο χέρι μου. Προς στιγμήν, κατηφορίζω, όπως πάντα, 9 λεπτά. Στο τέλους του δρόμου, υπάρχει η πινακίδα που μου δείχνει τη γειτονιά από όπου κατέβηκα. Και νιώθω δυνατός, σαν κατάφερα να περάσω τα σύνορα… μιας γειτονιάς.

Αν στρίψω αριστερά, και περπατήσω 10 λεπτά, προς πλατεία Αμερικής. Θα βρω μια χαρούμενη οικογένεια που το κίτρινο φως της λάμπας τους κλέβει τη χαρά και μοιάζουν λυπημένοι.
Η κυρία Diana. Μια φορά είχα αρρωστήσει άσχημα, μεσάνυχτα με πήρε στους ώμους της και με πήγε στο νοσοκομείο, η μητέρα μου έφτασε μισή ώρα μετά λαχανιασμένη. Όταν μαγείρευε παστίτσιο έφερνε το ταψί σπίτι, από τότε μου άρεσε ζεστό το παστίτσιο. Ο κύριος Ναζίμ, έχει γαλάζια μάτια, του αρέσει η ρακί, τα ανέκδοτα. Έχει ήπια φωνή και το χειμώνα φοράει ωραία πουλόβερ. Η J, μου κατουρούσε το κρεβάτι, μου έπαιρνε τα αγαπημένα μου πράγματα και τα έκρυβε στο σπίτι ώστε να παιδεύομαι μέχρι να τα βρω... αυτά, πριν πολλά χρόνια.