Με στενεύουν οι λέξεις, αυτές που κατοικούν στο δέρμα μου και έχουν σφηνωθεί σαν πρόκες σε χαλασμένο ξύλο, μόλις τις πιάσεις βγαίνουν εύκολα, αρκεί να είναι από το χέρι σου
δανείστηκα ένα χαμόγελο από σένα και πώς να στο επιστρέψω αφού πρέπει να πάρω εκείνη την έκφραση και φοβάμαι μήπως το πρόσωπο μου σπάσει, ήρθα τόσο κοντά στο πρόσωπο σου και δεν πρόλαβα να ρίξω δυο τρία βλέμματα να δω που θα πέσω όταν πέσω
(όταν έρθουν δύο άτομα κοντά, ο ένας πρέπει να πέσει- αργά ή γρήγορα)
έπεσα και δεν λερώθηκα, για αυτό φοβάμαι μήπως ακόμα πέφτω
δεν ξέρω για πληγές, είμαι μουδιασμένος
δεν σου είπα - οι παρενθέσεις είναι φάρμακα, σε γυάλινα μπουκαλάκια
 οι λέξεις που μυρίζουν τύψεις είναι άσχημες δίπλα στην άλλη, σπάσανε κάτι γυάλινα μπουκάλια της προάλλες και κρυώσανε οι λέξεις
είχα την ευκαιρία να αγκαλιάσω μια φράση, να την στείλω από το γόνατο μου στο δικό σου, αρκεί, αύριο, όταν το διαβάσεις να στηρίζεις το σαγόνι στο γόνατο, έγινε, εδώ είναι …

δεν ξέρω, ήρθε;
φωτο- Ντεμπελίκοβιτς