φέτος δεν ανάβουν τα καλοριφέρ, αλλά αν έρθεις  φοβάμαι πως για τον υπόλοιπο χειμώνα μόνο στον καναπέ έξω στην αυλή θα μπορώ να κοιμηθώ, αν ξαπλώσεις λίγο στο κρεβάτι ενώ θα κοιτάς τους πλανήτες μου, το μαξιλάρι, το στρώμα, οι κουβέρτες, οι σανίδες, όλα θα απορροφήσουν άπειρη θερμοκρασία και το κρεβάτι θα μετατραπεί σε τεράστιο καλοριφέρ, οι γείτονες θα βγαίνουν με κοντομάνικα στο μπαλκόνι, οι Αιγύπτιοι απέναντι θα βάλουν πάλι μουσική και ο θείος μου θα κάθεται από το πάνω μπαλκόνι με τα χέρια απλωμένα για να ζεσταθεί, από το παράθυρο της κουζίνας θα βγαίνει και μια μυρωδιά από τις αναμνήσεις που θα φυσάς, η μυρωδιά αυτή που ξεζαλίζει τους ζαλισμένους, έφτιαξα εκείνο το δόντι μου και η γλώσσα βαριέται απίστευτα, αγόρασα μήλα, τρύπησα την σακούλα έτσι πως ανέβαινα σπίτι, καμπίνα κομπίνα καμπίνα κομπίνα, αυτές οι λέξεις γιατί μοιάζουν τόσο; άλλη μια το τραγούδι άλλη μια, βοηθά να ξεχνάς τους ανθρώπους, ποτέ δεν πίστεψα πως δεν μου αξίζει ότι ζω, ποτέ δεν χαίρομαι πραγματικά, ποτέ δεν με πονάει κάτι όσο αυτό που δεν μου λες, ανυπομονώ κάθε φορά που δεν πρέπει, δένω άλλα και άλλα μου ξεφεύγουν, να θυμηθώ να μην σου πω τίποτα; σήμερα δεν βρέχει. η τελεία αυτή μου έπεσε από τα χέρια, και που λες, α ήρθε η ξαδέλφη μου να μου πει πως όσα γίνονται δεν σβήνουν μετά έφυγε τρέχοντας, αν αργήσει τρώει τρεις σφαλιάρες και χαίρεται επειδή θα είναι λίγες. τα χέρια μου λύνονται, σε λαχταρώ, να μην φοράς κασκόλ, θα γελούσες αν ήσουν εδώ, έχω μια ιστορία για σένα, πότε είσαι μόνη; άστο, δεν κάνω τίποτα εκτός από όσα ξεχνάω, δεν έχω ενδιαφέροντα και πάλι καλά, όχι, δεν έχω κοινά ενδιαφέροντα, διαβάζω κάθε μέρα το ίδιο βιβλίο και ανακάλυψα πως και αυτός που έγραψε το βιβλίο, ο ποιητής, πάντα ένα βιβλίο διάβαζε