Σκάλωσα με το πουλόβερ μου. Το έχω εδώ και έξι χρόνια και δεν θυμάμαι αναμνήσεις που να το φοράω, και ας το φοράω συχνά, κοιμάμαι καμιά φορά φορώντας το γιατί είναι σαν δέρμα μου. Δεν θυμάμαι τίποτα όμως. Μυρίζει λησμονιά. Άδειος τώρα, ξύνω το μπράτσο μου, γελάω. Κοιτάω τους αφρικανούς παραπέρα, μιλάνε σαν να έχουν ανακαλύψει κάτι και σκέφτομαι πως μονάχα τότε πρέπει να μιλούν οι άνθρωποι (όταν ανακαλύπτουν κάτι). Ανακάλυψα και εγώ κάτι, άκου, μόνο για αυτό είμαι σίγουρος. Αν τον καιρό αυτό σε πιάσει λόξιγκας,  ξέρω θα θυμηθείς την αγκαλιά μου.. Σε έσφιγγα δυνατά και περνούσε επιτόπου ο λόξιγκας. Είμαι σίγουρος πως αν πέσεις σε άλλη αγκαλιά, δεν θα σου περάσει και δεν ξέρω ποιο θα με στενοχωρήσει, που δεν θα σου περάσει ο λόξιγκας ή που θα έχεις άλλη αγκαλιά να πέσεις. Κόβω εφημερίδες μέχρι να πονέσουν τα δάχτυλα μου. Πίσω από κάθε κίνηση ή πράξη υπάρχει αιτία και εξήγηση. Παρασύρθηκα σε έναν ηλίθιο σκοπό, όπως όλους τους σκοπούς..Θα κόψω τον πλανήτη σαν λεμόνι. Έπεσε το ρεύμα και θυμήθηκα πάλι τα Τίρανα. Στραμπουλίχτηκαν οι αναμνήσεις μου, βιάστηκαν να προλάβουν η μια την άλλη και στην πόρτα της αποθήκης του μυαλού μου, σωριάστηκαν, είδα με το φακό στο χέρι μου, μια μαύρη χτένα του πατέρα μου, ένα καλώδιο από το ψυγείο που κουβαλούσα με τον ξάδελφο μου κάτι χιλιόμετρα στους χωματόδρομους των Τιράνων, λίγο βαμβάκι, ένα μολύβι μασημένο. Άνοιξα την πόρτα, ήρθε το ρεύμα, τρόμαξα. Και οι αναμνήσεις το έβαλαν στα πόδια. Γουργουλίζει η φαντασία μου και πήρα απουσία. Γίνονται όλα μέσα μου αλλά κλειδώθηκα έξω από μένα.