Μέρος 1

Δραπέτευσε από τον ύπνο της και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών. Με το βλέμμα στυλωμένο στον Κλίντι, τεντώθηκε και χασμουρήθηκε, ξύπνησε πάλι πρώτη.
Τα αμάξια κόρναραν μέσα στη σκόνη που αποκάλυπταν μεγάλες ακτίνες του ήλιου που γλίτωσαν από κάποια σύννεφα που ανέβηκαν ψηλά με τις ανάσες τις άνοιξης, η εποχή που η Μάργκαριτ θέλει να κρατήσει αιώνια.
Την ώρα που η Μάργκαριτ αγόραζε γάλα και τσιγάρα. Ο Κλίντι ξυπνούσε αργά και χωρίς να γυρίσει πλευρά, κατάλαβε την απουσία της.
Η πόρτα άνοιξε, τρίζοντας.
Η Μάργκαριτ μπήκε στο δωμάτιο. Ο Κλίντι γύρισε το κεφάλι του ανακουφισμένος με πρησμένα μάτια. Εκείνη ανέβηκε στο κρεβάτι, χοροπηδώντας πάλευε να φτάσει το ταβάνι. Παγώνει για λίγο, ακίνητη, πέφτει πάνω του σαν λιπόθυμη. Ο Κλίντι απλώνει τα χέρια και την κρατάει πριν πέσει πάνω του. Την τραβάει ερωτικά και εκείνη κάνει πως κοιμάται για να τον φιλήσει στο λαιμό. Λίγο πριν φτάσει εκεί, σταματάει, απορώντας με τον εαυτό της.
(ανατριχιασμένος ο Κλίντι, αναμένει. Η Μάργκαριτ ανασαίνει θυμωμένα.)
Υπήρχαν μέρες που τρεφόταν με ανησυχία για αυτό και είχαν εξαντλητικό ρυθμό. Τις μέρες εκείνες ο Κλίντι ένιωθε ανήμπορος, ανυπόμονος, μηδαμινός, ανήσυχος, αυτοκαταστροφικός, ξεκρέμαστος, εξαρτημένος, κάθιδρος, νυσταγμένος, διψασμένος, ηλίθιος, έμφοβος, άηχος, χαοτικός, αόρατος, γελοίος, άδικος, αδικημένος, καχύποπτος, προδομένος, προδότης, μετανοιωμένος και ιψενικός. (Υποψιαζόταν πως μοιραζόταν την Μάργκαριτ με κάποιον άλλον)
Όσο το καλοκαίρι έριχνε την άγκυρα του στην πόλη, στο σπίτι ένα είδος ερωτικού μίσους είχε κάποιες έντονες εκρήξεις, εκείνοι προσπαθούσαν να το σβήσουν με ηδονή και ύπνο, αναζήτηση άλλης αγκαλιάς, ανάποδη αναπαράσταση του μη πραγματοποιημένου, φαντασιώσεις και μεθύσια. Υπέρβαση ή αδυναμία. Έξαψη.
Η Μάργκαριτ τυλιγμένη στην κουρτίνα, σκέφτεται, θέλει να την βγάλει σαν να επρόκειτο για ρούχο της αλλά ο Κλίντι την σταματάει. Εκείνη νιώθει να προστατεύεται όταν εκείνος την σταματάει , νιώθει πως αλλάζει δρόμο, πως φεύγει αλλού, μαζί του. Ο Κλίντι μικρός έκλαιγε όταν η μητέρα του έβαζε για πλύσιμο τις κουρτίνες του σπιτιού, συνήθως τις Κυριακές. Σαν να γκρέμιζε κάποιος τοίχος. Δύσκολο να συνηθίσει το θέαμα αυτό. (Η αισθησιακή μνήμη γυρίζει αναπάντεχα)
Νομίζω πως πρέπει να βάλω για πλύσιμο τις κουρτίνες, είπε η Μάργκαριτ.
Άλλη φορά, αποκρίθηκε ο Κλίντι.