Μου είπες πως εφόσον η χαρά είναι εφήμερη, όλα είναι εφήμερα. Από τότε ζω κάθε εποχή όπως λέμε κάθε μέρα. Η κάθε μέρα είναι μια εποχή μόνη της. Χτες είχε γέλιο. Ήταν σαν κάποια μέρα άλλης ζωής, έτσι εφήμερα έζησα την εποχή «γέλιο που ζαλίζει». Μπαίνω στις εποχές χωρίς να το αντιληφθώ, σίγουρα με μια παλιά άμαξα που το ταβάνι της το χαϊδεύουν  τα φύλλα των δέντρων. Διαβάζω έξω από το παράθυρο τις ξύλινες ταμπέλες που λένε τις εποχές.  «κλωστή στην καρδιά», «ακροποταμιά στο χέρι», «θέλω να σε σκέφτομαι», «μαγική απουσία», «περιμένω τα ψάρια». Ανεβαίνω σπίτι ακούγοντας μουσική. Όταν ακούω τον σταθμό που μου προτείνει ο φιλόσοφος δεν καταλαβαίνω τον κόσμο. Ούτε τον πλανήτη. Αν στις πλατείες έπαιζε κλασσική μουσική, ο κόσμος θα έπεφτε από τα μπαλκόνια. Δεν θα καταλάβαινε τίποτα, θα τρόμαζε με την ύπαρξη του. Τώρα όλοι συμβιβαζόμαστε σε ότι γνωρίζουμε. Ακολουθούμε τις ίδιες διαδρομές, τρώμε τα ίδια φαγητά, με τους ίδιους ανθρώπους μιλάμε αν και δε τους χωνεύουμε. Μακριά αυτά. Μόνο ο φιλόσοφος σε κάνει να διαφωνείς με τον εαυτό σου. Είναι εκπληκτικό. Μιλάει με αφηγήσεις για να καταλήξει σε μια ουσία. Ταξιδεύω όπου πήγε εκείνος όταν ήταν νέος. Καταλαβαίνω μετά τον Πεσσόα, για την αισθητική απόλαυση που γράφει. Από μια καρέκλα μπορώ να ονειρευτώ τον κόσμο όλο. 
Επ, άκυρο.  Βρήκα ένα τσιμπιδάκι. Τους ρωτάω όλους αν συμφωνούν πως η λέξη αδικεί το αντικείμενο ή που δεν ταιριάζει. Μόνο κάποιος είχε ένα επιχείρημα, «είναι ανήσυχο και όργανο ματαιοδοξίας» είπε. Πάντως η ομορφιά κατοικεί στα πιο άκυρα μέρη. Ο έρωτας τρίβεται στα χείλη. Θυμάμαι μικρός στην γειτονιά μου, με τους φίλους μου να ψάχνουμε μέρη που κατοικεί ο έρωτας. Ντρεπόμασταν τόσο όταν κοπέλες της γειτονιάς μας έβλεπαν όλους μας μαζεμένους πάνω στην πίσω πόρτα ενός χαλασμένου φορτηγού, μονίμως ανοιχτό (εκείνες οι σιδερένιες μεγάλες πόρτες που εξέχουν πολύ και αντέχουν για πλάκα πολλά άτομα πάνω). Ενώ όταν έβρεχε εμείς κρυβόμασταν κάτω από την πόρτα. Ντρεπόμασταν γιατί ήξεραν τι ξεφυλλίζαμε. Εκεί οι μεγαλύτεροι έκρυβαν τσιγάρα και τσοντοπεριοδικά. Οι γυμνές φωτογραφίες έκλεβαν όλο το χρώμα από τριγύρω και πήγαζε από τα πρόσωπα μας μια απίστευτη διάθεση για άγγιγμα της φωτογραφίας σαν κίνηση που επιτρέπει πρόσβαση σε ένα φανταστικό κόσμο, με μια αφή. Έφταιγε  το δέρμα. Το μάτι κολλημένο στο στήθος να ξεκινά αργό ταξίδι σαν βάρκα στον ωκεανό μέχρι να μπούτια. Τα πρώτα φιλιά που έβλεπα στην τηλεόραση με έκαναν να κοκκινίζω μπροστά στους γονείς μου και όταν έτρεχα στο δωμάτιο σκεφτόμουν πως είναι παράξενο αλλά σίγουρα κάποιος λόγος θα υπάρχει που οι άνθρωποι φιλιούνται. Όπως και να έχει, θυμάμαι μικρός μοίραζα πεταχτά φιλιά στο τζάμι. Άκουγα προσηλωμένος του μεγαλύτερους να λένε πως φίλησαν διάφορες κοπέλες. Κοιτώντας φωτογραφίες με όμορφες γυναίκες εστίαζα το βλέμμα μου στα χείλη. Από κει ξεκινά το παιχνίδι, το πρώτο βήμα, το ήξερα.. Στα αλβανικά, πουθ σημαίνει φιλάω. Στο μυαλό μου η λέξη ταιριάζει απόλυτα με το φιλί. Ξεκινά κάπως αθόρυβα η λέξη. Η συνάντηση είναι το Π. σαν ελαφρύ ξεφύσημα, το οουυυ είναι ένας εσωτερική ικανοποίηση, μια κραυγή στο στήθος που βγαίνει προς τα έξω σαν αδύναμο κύμα και το θ είναι όταν το ένα χείλος ρουφάει το άλλο. Διαβάζω τώρα τον Τομ Ρόμπινς. Το φιλί είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου, λέει. Το φιλί δεν μιμήθηκε τη φύση αλλά την αναδόμησε. Η παράδοση μας πληροφορεί ότι το φιλί όπως το γνωρίζουμε επινοήθηκε από τους ιππότες του μεσαίωνα για έναν πρακτικό σκοπό : για να εξακριβώσουν αν οι γυναίκες τους είχαν βάλει χέρι στο βαρέλι με το υδρόμελι όσο εκείνοι έλειπαν στις Σταυροφορίες. Αν η ιστορία για μια φορά είναι ακριβής, το φιλί άρχισε σαν ένας κατασκοπικός ασπασμός ή σαν μια στοματική διερεύνηση. Μετά λέει το φιλί διαδόθηκε στις βασιλικές αυλές, στα χωριά, παντού. Το φιλί είναι για όλους. Το φιλί είναι η δόξα του ανθρώπινου είδους. Κανένα φιλί δεν πηγαίνει χαμένο. ( πηγή -Αγριόπαπιες πετούν ανάστροφα- Τομ Ρόμπινς).
Ήρθε η εποχή «τσιμπιδάκι στα χείλη». Ήρθες σκεπτική και γέλασες όταν σου είπα για τους πίνακες και μου έδωσες ένα καπέλο και τρέξαμε να βρούμε μια εποχή δική μας. Πήρες μαζί σου δυο βιβλία. Μου είπες πως υπάρχουν και άσχημοι πίνακες. Δεν σε πίστεψα και μου διάβασες το εξής: Για να περάσουν την ώρα τους, πιάνουν μη βρώσιμα ψάρια :για να μην σαπίζουν, σ’ όλες τις ακτές έχουν βάλει πινακίδες που λένε στους ψαράδες να θάβουν τα ψάρια στην άμμο, μόλις τα βγάζουν από το νερό. (Claude Levi- Strauss, Tristes Tropiques)Πήγες στην ονειροχώρα μου, ξήλωσες όλους τους πίνακες και τους έβαλες να δείχνουν αντίθετα, προς τα κάτω και προς τον ουρανό. Με πήρες τηλέφωνο και άκουσα για πρώτη φορά τη φωνή σου από το τηλέφωνο. Τι παράξενα όλα ε ; Όταν το κλείσαμε έπαιζα με το καλώδιο του τηλεφώνου. Είναι σαν μια μπούκλα από τα μαλλιά σου. Είδα τον φιλόσοφο στο δρόμο. Καταλήξαμε πως οι άνθρωποι υπάρχουν για να εξυπηρετούν και θέλουν εξυπηρέτηση επειδή ξέρουν πως είναι το μόνο που μπορούν να δώσουν και έχουν μάθει, αυτό τους ικανοποιεί. Εξυπηρέτηση σαν μορφή εξουσίας, ταπείνωσης, δύναμης. Για αυτό εξαντλούνται όταν εξυπηρετούν. Το άσχημο είναι πως παρακαλάς για να εξυπηρετήσεις.. Έστριψα στο μανάβικο με αργό βήμα. Δεν θέλω να σε βρω γιατί φοβάμαι μήπως σε αγαπήσω λιγότερο απ’ όσο θέλω. Πρέπει να μάθουμε τους εαυτούς μας. Δηλαδή εγώ εσένα και εσύ εμένα. Πρέπει να φύγω, μια άλλη εποχή ξημέρωσε.