Με παροτρύνει πάντα η ανυπομονησία μου ενώ με συγκρατεί η λογική μου. Όταν συμβαίνει το ανάποδο, συμβαίνει κάτι παράξενο. Ήταν τόσο πράσινη η μέρα τότε. Δεν θα θυμάσαι όμως τι έγινε. Σε είδα να περνάς από το στενό και εγώ είχα στηρίξει το ένα πόδι στον τοίχο και έκαιγα σπίρτα, αναστατώθηκα όταν σε αντιλήφθηκα και παραλίγο να πέσω, γελούσες όσο απομακρυνόσουν. Λίγο παρακάτω σταμάτησες, έβαλες το χέρι σου στο μέτωπό σου και εγώ ήρθα με τη σειρά μου αποφεύγοντας σταγόνες νερό που άφηναν άσπρα σεντόνια από τα μπαλκόνια πάνω στο κεφάλι μου. Ένα αμάξι πέρασε από τον δρόμο και πάτησε σε μια λακκούβα νερό και εγώ σε γύρισα προς τον τοίχο και εσύ  μου δάγκωσες το χέρι. Δεν ήθελες προστασία μου έλεγες ενώ εγώ αγαπούσα τη φωνή σου.  Κοιτούσες ένα παπούτσι που είχε κρεμαστεί από ένα καλώδιο που ένωνε δυο πολυκατοικίες και μου είπες πως κάποιο πουλί θα το ξέχασε εκεί. Και το κασκόλ που φορούσες μου είπες πως άνηκε σε ένα ψάρι που  ψαρεύει. Ύστερα. Ύστερα θυμήσου, ήπιαμε με κλειστά μάτια ένα ποτό που μας έκανε να δακρύσουμε και μιας και το απαιτούσε η κατάσταση, αποχαιρετιστήκαμε.