Υπάρχει. Η στιγμή υπάρχει. Περπατάω πάνω στη στιγμή. Καθόλου σίγουρος για το που πηγαίνω αλλά σίγουρος για αυτό που περιμένω. Πηγαίνω αντίθετα στον μονόδρομο και ότι έρχεται δεν μπορώ να το αποφύγω. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου σαν τις πόρτες του σουπερ μάρκετ. Μπαινοβγαίνουν πελάτες. Μπαινοβγαίνουν εικόνες. Τις δέχομαι πολύχρωμες τις αποτυπώνω ασπρόμαυρες.  Ένας τυφλός μπροστά μου περπατά πιο σίγουρος. Γιατί θέλει να περπατήσει. Το μπαστούνι ενός τυφλού περιέχει φως. Κι όμως όπως λέει ο Χούλιο, οι τυφλοί μας φωτίζουν. Με παρατηρεί. Κοιτάω αλλού, κοιτάω τόσο μέσα μου και δεν βλέπω τίποτα, γιατί κοιτάω απροετοίμαστος, σαν να ξυπνάω απότομα. Σκούντηξε τους ανθρώπους ξαφνικά (χωρίς δύναμη) και από την αντίδραση τους θα καταλάβεις πολλά. Πριν αμυνθούν. Οι άνθρωποι όταν αμύνονται είναι επικίνδυνοι. Συγνώμη (πες τους) θέλω να σας ρωτήσω αν σας περισσεύει καθόλου μίσος και εκείνοι στην αρχή θα γελάσουν με κακία. Μετά θα θυμώσουν, όχι πως δεν θέλουν να δώσουν μίσος αλλά δεν ξέρουν πώς να το δώσουν επειδή δεν ξέρουν γιατί κουβαλάνε τόσο μαζί τους. Το μίσος ως αντίδοτο, το μίσος σαν φίλος. Με τόσο μίσος μένεις μισός. Αν ζητήσεις αγάπη θα πάρεις μπόλικο μίσος. Από το μίσος φυτρώνουν τόσα. Δεν βαριέσαι..ε; Άκου αυτό:

Είμαι το πρόσωπό μου στον άνεμο, κόντρα στον άνεμο, είμαι  άνεμος που μαστιγώνει το πρόσωπό μου. Γκαλεάνο.
Περπατάω. Θα μπορούσα μάλλον να περπατήσω. Παραπατάω αλλά φαίνεται σαν να περπατάω. Προς τα έξω τίποτα δεν φαίνεται. Είμαι σχεδόν τυφλός, βλέπω όσα αναγνωρίζω. Όσα θέλω για να τρομάξω, για να γελάσω, για να αναρωτηθώ. Εκείνο που δεν ζυγίζω ποτέ είναι εκείνο που δεν ξέρω και άλλες φορές δεν ξέρω καθόλου τι ξέρω ενώ άλλες ξέρω ότι δεν ξέρω καθόλου. Δεν ξέρω. Επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνομαι. Ακούω τη μητρική μου γλώσσα, θυμάμαι τις τσιγγάνες πωλήτριες στο παζάρι της πόλης να φωνάζουν με ένα τόνο φωνής που μοιάζει να έρχεται από ένα τούνελ όπου έχουν κρύψει τα όνειρα τους αλλά τους τα παίρνει ο αέρας σαν χαρτονόμισμα φεύγει από το χέρι κάποιου παιδιού που  το έστειλε ο πατέρας του να αγοράσει τσιγάρα. Οι φωνές εκείνες με τρόμαζαν, είχαν τόση σιγουριά και τόση δύναμη. Σήκωναν οι πελάτες ψηλά διάφορα ρούχα και τα πετούσαν πιο πέρα για να βρουν άλλα, σαν εργάτες που σκάβουν χώμα και το ρίχνουν παραπέρα.
Παλιά επίσης με τρόμαζε όταν (το ρεύμα) άνοιγε κάποια πόρτα στο σπίτι. Που κάποιο φάκελο τρύπωνε κάτω από την πόρτα, που ο ξάδελφος μου βούλωνε με δάχτυλο του το ματάκι της πόρτας όταν ερχόταν να με δείρει, να παίξουμε. Σήμερα χαίρομαι που παλιά ερχόταν ο γαλατάς με ένα γυάλινο μπουκάλι γάλα και εγώ άνοιγα με ένα άδειο γυάλινο μπουκάλι με μια δυο σταγόνες γάλα. Παλιά χαιρόμουν που ο ξάδελφος μου με άφηνε να τον χτυπάω και εγώ. Πριν δέκα χρόνια έκλαψα που ο πατέρας μου γύρισε με άσπρα μαλλιά, μόλις ένα χρόνο από την διανομή στην Ελλάδα. Τον κοιτούσα από το ματάκι της πόρτας, μέχρι που εκείνο θόλωσε. Πριν λίγο έκλεισα μια πόρτα και απ’ έξω άκουσα τη φωνή μου να λέει.
Βλάκα. Ο Δον Κιχώτης δεν υπάρχει.