Γράφω. Ζηλεύω τις αναμνήσεις μου. Θυμάμαι. Η θύμηση είναι η μεγαλύτερη κούραση γιατί είναι εσωτερική. Είναι ακίνδυνη παραίσθηση και κάθε παραίσθηση απαιτεί λίγο παραλογισμό. Για αυτό μετατρέπεται σε ανία που γυρίζει στο κεφάλι σαν ενοχλητική μύγα που γυρίζει γύρω από μια λάμπα. Και αυτό γιατί φως αυτό είναι αφύσικο. Απαιτώ από τον εαυτό μου πράγματα που δεν ξέρω και συνηθίζω να καταλήγω σε άλλες συνήθειες που με κουράζουν παραπάνω. Ο ορισμός της κούρασης σε μια φράση του Πεσσόα «Όλα με κουράζουν, ακόμα και αυτά που δεν με κουράζουν».
Παραξενεύομαι. Συναντάω ανθρώπους μετά από καιρό και παραξενεύομαι που δεν παραξενεύομαι.
Δεν επιλέγω ανθρώπους γιατί δεν επιλέγω συνθήκες. Έρχονται στο κεφάλι μου σαν δευτερόλεπτα, σαν μακρινοί επισκέπτες ενώ την επόμενη στιγμή να ξεχάσω το λόγο. Δεν ξαφνιάζομαι, ούτε ξαφνιάζω. Θυμάμαι τόσο άστοχα όσο άστοχα με θυμούνται.
Στα σκασμένα δερμάτινα καθίσματα, φαγωμένα κάπου – κάπου, είδα ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο.
Ο Βρούτος χαμογελούσε ή έκλαιγε.