Μέρα πάρα μέρα βρέχει. Μέρα πάρα μέρα έχει ήλιο. Οι λακκούβες με νερό μια μικραίνουν σαν μάτια που κλείνουν από νύστα και μια μεγαλώνουν σαν γουρλωμένα βουρκωμένα μάτια. Η λάσπη μοιάζει με ξεχασμένο καφέ σε φλιτζάνι. Λάδια αυτοκινήτου καθρεφτίζουν σε μια μεγάλη λακκούβα και αποχρώσεις του μωβ, πράσινου και μπλε που επιζητά το κόκκινο, αρχίζουν και μπλέκονται σαν μαλλιά που τρέφονται με νοσταλγία. Την επόμενη μέρα η λακκούβα συγκρατεί λίγο νερό και τα χρώματα λείπουν από κει και εμφανίζονται σε αντανακλάσεις από τα παράθυρα ή σαπουνάδες που προκύπτουν από χαλιά που πλένουν οι γυναίκες τις γειτονιάς.  Την επόμενη τα χρώματα που μοιάζουν με μαρμαρόκολλα που κλείνουν ένα κενό βιβλίο, εμφανίζονται και πάλι, σαν ανθρώπους και σκιές, χωρίς αιτία, χωρίς πόνο.  (σημειώσεις για μια άλλη εποχή)