Οι άνθρωποι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο που υποψιάζονται.  Με τον ίδιο τρόπο που ψαχουλεύουν  ψευδαισθήσεις. Ανησυχούν σαν τη νύχτα που φοβάται μήπως δεν βρει μέρα μπροστά της. Όταν οι άνθρωποι υποψιάζονται πως κατάφεραν όσα επιθυμούν, χάνουν. Να μπορείς να απαρνηθείς όσα θες. Να μην αναγνωρίζεις τίποτε, να μη βλέπεις αλλά να μην κάνεις τίποτε άλλο από το να προσπαθείς να δεις. Ζω στριμωγμένος και νομίζω πως τα χέρια μου πάνε να ξεκολλήσουν. Μια καμπάνα στο αυτί μου. Ακινησία. Από το λαιμό μου περνά μια κλωστή. Πιάνω το νήμα. Σαν να περνάω ένα ποτάμι με ένα καλώδιο – (γέφυρα). Κρέμομαι. Νύστα. Ελέγχω τη ζωή μου γιατί δεν είναι δικιά μου.