Η ατ
έλεια ολοκληρώνεται από την πρώτη στιγμή ύπαρξης. Αγόρασα ένα φλιτζάνι με σπασμένο αυτί. Αδυνατούσα να το φανταστώ  ολόκληρο, όπως αδυνατώ να φανταστώ πως θα επέτρεπα να θυμηθώ τον εαυτό μου σήμερα~ πίσω σε κάποιες μέρες ριγμένες στην κίτρινη αχνή ομίχλη, με μια ναυτία στο στομάχι και κάποια μάτια που σχημάτισαν το πρόσωπο μου. Δεν υπάρχει κάτι πιο πληρέστερο από κάτι ασύνδετο με τη φύση του. Η καρδιά μου με πονάει σαν ξένο σώμα γράφει ο Πεσσόα. Η ατέλεια αναπνέει. Το τέλειο με ζαλίζει. Οι αναμνήσεις ζαλίζουν. Το τέλειο είναι κατασκεύασμα.  Η φύση είναι ένα τίποτα. Για να ζήσω, μεταδίδομαι. Είναι αβέβαιο πως επεκτείνομαι σαν σκληρό δίχτυ που κόβεται από το βάρος που συγκρατείΈνα μονάχα νήμα.  Χύνομαι. Το σαγόνι μου καταλαβαίνει τους ανθρώπους. Τα μάτια μου μετατρέπουν το λυγισμένο προς τα μέσα ~καπάκι της μπύρας που μοιάζει με κοχύλι, με οδοντοστοιχία, με τέλος της κουρτίνας που δεν φτάνει το πάτωμα και ζαρώνει.    
Έξω από μένα είναι όλα παραδομένα και αλλού. Πάντα αλλού. Εντός μου, νεκρώνω ήδη το βασίλειο του αλλού και είμαι σε ένα λεωφορείο μοναχός στην πιο άβολη θέση, ωστόσο κάθομαι. Αναπνέω προς τα μέσα, φτάνω μέχρι το τέλους του οισοφάγου μου. Ισχυρίζομαι. Δεν εισβάλλει ο χρόνος και περισσεύει. Μεταδίδομαι γιατί ζω από αντοχή. Ο νεκρός υποφέρει στη ζωή. Η εκβιασμένη χαρά είναι πιο πιθανή από τη χαρά που ονειρεύεται κανείς. Και ονειρεύομαι όλους εκείνους ζουν με ανυπομονησία. Που σκαρφαλώνουν σε δέντρα και τρώνε άγουρα φρούτα. 
Διστάζω.