Δεν αισθάνομαι μεταφυσικά, βλέπω μεταφυσικά. Αντιλαμβάνομαι με τον ίδιο τρόπο που ξεχνάω και δεν καταλαβαίνω αν σε κάτι βυθίζομαι ή βγαίνω από κάποια άλλη κατάσταση. Όταν ακουμπάω άλλα δάχτυλα σκέφτομαι λαβύρινθους.  Δεν φτάνουν τα λάθη. Θέλω να είμαι μπερδεμένος πάντα, μόνιμα ανυπόμονος. Έχω πειστεί πως ο κόσμος είναι άγριος, πως η κοινωνία είναι άγρια και πως ο έρωτας είναι άγριος. Έχω δεχτεί ότι δεν θα γίνω ποτέ άγριος, δεν μπορώ να αμυνθώ. Δεν νομίζω πως κάποιος μπορεί να συμβαδίζει με κανέναν, δεν έχω νιώσει ποτέ την αδρεναλίνη του πλήθους. Νομίζω είναι ψεύτικη, έστω σε κάποια μυαλά και θέλω να μην είναι. Θέλω έναν κόσμο που να επικοινωνεί χωρίς να μιλάει. Θέλει ο κόσμος να δει, να δει τι;  Ο Κίπις μου λέει πως ξέρει τι σκέφτεται ο απέναντι που κοιτάει την απέναντι και νομίζει πως δεν έχει καρφωθεί, είναι η ασχήμια του κόσμου που μετά αλλάζει ύφος και πάλι είναι άσχημη. Είσαι λίγος και για αυτό ντρέπεσαι. Κοιτάς τα πάντα με τον ίδιο τρόπο μετά αλλά δεν το χεις. Ο κόσμος δεν χορταίνει να γίνεται γλοιώδης γιατί δεν είχε ποτέ αυτό που ήθελε δεν είναι επειδή δεν το κατάκτησε αλλά επειδή δεν ξέρει πως είναι να δίνεις ότι ονειρεύτηκες. Βλέπω κόσμο να τρομάζει όταν γελάς με κάποιον παρέα, βλέπω κόσμο να μη τρομάζει αν γελάς μόνος σου. Μου φτάνει που εσύ ξέρεις ποιο πουκάμισο φοράω και εγώ σηκώνω το κεφάλι να ανοίξω το φερμουάρ του μπουφάν. Το έχω 6 χρόνια. Το άλλο του πατέρα μου υπάρχει πριν γεννηθώ, από το ογδόντα κάτι, το φοράω και νιώθω να προσαρμόζομαι σε μια εποχή που κυνηγούσε το πρώτο λεωφορείο της ημέρας για το εργοστάσιο.