Αν πράγματι σκέφτομαι ανησυχητικά και νυστάζω   ξέρω ότι είναι καλύτερα να κοιμηθώ. Ξέρω ότι πρέπει να κοιμηθώ κι όμως εκμεταλλεύομαι τους φόβους μου. Είναι εξοικείωση με τον φόβο. Ο φόβος είναι απαίσιος. Ο φόβος μας κάνει ευαίσθητους. Ο φόβος μας δείχνει αυστηρούς, δηλαδή καχύποπτους. Υποψιάζομαι σημαίνει σκέφτομαι μαθηματικά  ποιητικά μαζί, ξέρω την υφή όλων των πραγμάτων, ξέρω πως μυρίζουν όλα τριγύρω και ξέρω πως όλα είναι απαίσια εκείνη την στιγμή. Δεν πιστεύω όσους λένε πως σε μια δύσκολη στιγμή η ζωή σου φαίνεται γλυκιά, γιατί μάλλον η δύσκολη στιγμή δεν ήταν τόσο δύσκολη ώστε να σκέφτεσαι τι τελικά είναι η ζωή. Όταν νιώθω χάλια, το μέλι μου φαίνεται σαν σκατά και η ομορφιά με ιδρώνει. Κιτρινίζω μέσα μου. Όποιος φοβάται έχει τέλειο προσανατολισμό. Δεν φοβάμαι. Ανησυχώ. Σκέφτομαι κάποιες εποχές που πράγματι υπήρχα μοναχικός, πως μπορούσα να συνυπάρχω καλύτερα με κάποιους αγνώστους ανθρώπους. Να μην με ενοχλεί η μιζέρια τους γιατί είναι φυσιολογική. Τα φυσιολογικά είναι αναπόφευκτα, είτε είναι αληθινά είτε ψεύτικα.  Ο ψεύτικος φόβος είναι χειρότερος γιατί διαρκεί.. Ο αληθινός φόβος μας προσδίδει μια ταυτότητα. Ο τρόπος που ξυπνάει κάποιος από έναν εφιάλτη, όλοι οι μορφασμοί του υπονοούν  μια γέννηση. Πρέπει να κλείσω τα μάτια μου και το μέτωπο μου το νιώθω να απλώνεται και να δέχεται ένα βάρος αναμνήσεων. Είναι αϋπνίες, μπορεί και πείνα. Αυτή τη στιγμή θέλω να τη κρατήσω, στην αϋπνία τίποτα δεν σε αγγίζει, δεν αναζητάς κάτι οικείο γιατί δεν υπάρχει κάτι εξωπραγματικό. Προτιμώ τη ναυτία γιατί μου προσφέρει και ύπνο μαζί. Ανυπομονησία προς την αποχαύνωση.  Γράφω σαν να έπρεπε να γράφω. Σκέφτομαι σαν να έπρεπε να σκέφτομαι δηλαδή όχι όπως πραγματικά σκέφτομαι. Ξέρω πως κανείς δεν γράφει για τον εαυτό του, δεν είναι από επιλογή του ή από κάποια δυσκολία.  Δεν μπορείς να γράφεις για τον εαυτό σου. Αν μπορούσαμε να γράψουμε την αλήθεια τότε η αλήθεια δεν θα άξιζε. Η ξεκάθαρη έκφραση με διχάζει, κάτι φουντώνει και κάτι μειώνει. Το συναίσθημα είναι ένα βίωμα. Όμορφα. Ένα βίωμα που μας τάραξε και δεν θέλουμε να μας ταράξει πάλι εξάλλου είναι αδύνατο.  Δεν υπάρχει καινούργιο συναίσθημα.. Ένα υλικό που παγώνει, καίγεται, αλλάζει μορφές αλλά είναι ίδιο. Όταν γυρίζεις στην πατρίδα σου, πατρίδα δηλαδή εννοούμε έναν χαμένο τόπο που τρέφει μια ακίνδυνη δυστυχία και κάποια τυπικά πράγματα που οι χώρα που έχεις μεταναστεύσει δεν στα προσφέρει, για παράδειγμα στην πατρίδα σου δεν φοβάσαι αν έχεις ξεχάσει το διαβατήριο στο σπίτι. Συνεχίζω, όταν επιστρέφεις, οι δρόμοι σου φαίνονται να έχουν μικρύνει, η γη σου φαίνεται να έχει πέσει πιο χαμηλά και να απομακρύνεται απελπιστικά από τον ουρανό. Αυτό σκέφτομαι για τα συναισθήματα, δηλαδή μια συνεχής ανανέωση βιωμάτων και ένα συμπέρασμα που όλο λέει να τελειοποιηθεί σαν ένα άγαλμα που ο γλύπτης δούλευε χρόνια με το πάθος του να λιγοστεύει..