Αυτό που θα επιθυμούσα να φοβηθώ, να το αντιμετωπίσω, σαν να μην ήμουν εγώ όμως, απαιτούσε από μένα ένα μέρος του μυαλό που το θυσίασα, ένα μέρος του μυαλού που επεξεργάζεται αποκλειστικά μια κατάσταση, σαν κάποιον που θυμάται αποκλειστικά κάποια μέρα της ζωής σου αποκομμένη από τη ζωή του, σαν να είναι φωτισμένο με ένα φως ή μια λέξη, που δεν αγγίζει τα άλλα πράγματα, ένας προβολέας σε μια άσχημη πλατεία, ένας Οιδίποδας μεταμφιεσμένος σε Προμηθέα. Βάλθηκα να σκέφτομαι ότι όπου και αν βρίσκομαι είναι σχεδιασμένο από κάποιους άλλους ανθρώπους. Οι δρόμοι είναι αδιέξοδοι. Βρίσκομαι στον κόσμο και με κυριεύει το μέρος του μυαλού αυτό, το καταδικασμένο φως που πέφτει πλέον παντού. Σαν να είμαι καταδικασμένος να κοιτάξω τον χάρτη ή την ώρα. Πρέπει μονίμως να αναλογιστώ πως κατέληξα εδώ. Το εδώ με απορροφά. Μυρίζω όπως το καφενείο που βρίσκομαι, μιλάω όπως ο κόσμος τριγύρω. Διαβάζω το ίδιο βιβλίο με κάποιον άλλον. Διαβάζω το ίδιο βιβλίο εδώ και καιρό.  Είναι ένα εφηβικό όνειρο του να φαντάζεσαι τον εαυτό σου εξόριστο ή κυνηγημένο, αποτυχημένο.  Αυτοί οι άνθρωποι που δεν έχουν υπάρξει ποτέ ήρωες, που δεν θαύμασε κανένας, παρά κάποιοι μεθύστακες μια καθηγήτρια που περνούσαν για τρελή, κάποιος που περνάει όλη την ημέρα του στο ψιλικατζίδικο . Πόσο αστείο άραγε να καταλήξεις μοναχικός σαν να το όρισες, σαν να το είχες ονειρευτεί. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που σε θαυμάσανε κάποτε, μόνο αυτοί υπήρξαν μοναχικοί στα αλήθεια και τους αγνοούσες. Στα αλήθεια πίστεψα ότι είναι καταδικασμένοι όχι επειδή μου έδειχναν συμπάθεια αλλά επειδή όταν νιώθω ότι κάποιος με χαιρετάει θερμά να νιώθω δειλός και βρώμικος.