Πρόλαβα και άγγιξα τα μαλλιά σου. Από τότε σε σκέφτομαι και με τσιμπάς. Είσαι ο κάκτος που δεν είχα ποτέ γιατί ποτέ δεν είχα κάτι. Κρύβεις τα αγκάθια σου όπως μια γάτα τα νύχια της όταν κοιμάται. Είσαι τόσο πράσινη χωρίς να έχεις κάτι πράσινο πάνω σου. Δεν σε έχω δει να φοράς κάτι πράσινο. Σε θέλω πράσινη προπαντός. Είσαι αυτό που δεν φαίνεσαι, έτσι γίνεται (έτσι θέλω). Υποψιάζομαι ότι πηγαίνεις μόνη σου σε ένα εγκαταλειμμένο τσίρκο και αυτό σκούριασε την νοσταλγία σου, κρύωσε την θλίψη σου. Μαζί σου βρίσκω ποιητική την λέξη κάκτος, μου θυμίζει την λέξη κακάο και κάτω. Έλα να πάμε Πάνω Κάτω. Να παραγγείλουμε κακάο καυτό και να πιούμε μια γουλιά μόνο για να κάψουμε τις γλώσσες μας. Θα κάνω ένα βήμα μπροστά σου και κάποιοι εργάτες θα μας χωρίσουν κουβαλώντας σωλήνες στα χέρια τους. Θα κάνω να σου μιλήσω και οι καμπάνες της εκκλησίας που δεν είδαμε θα μας κουφάνουν. Όταν φτερνιστώ θα αναρωτηθείς τι κάνεις μαζί μου όταν φτερνιστείς εσύ, θα αναρωτηθείς τι κάνω μαζί σου. Είναι παράξενο αλλά όταν φτερνίζονται οι άνθρωποι παίρνουν μια στάση σαν να ξεκινούν κάτι από την αρχή. Θα γελάσω όταν θυμηθώ πόσο μου αρέσεις. Θα βάλω τα χέρια στις τσέπες και θα κοιτάω, εσένα.