Σου είπα γιατί η λέξη λακκούβα μ’ αρέσει; Είναι που κρύβει την λέξη Κούβα. Εκεί όταν πάμε, μέσα σε ένα σκαραβαίο, θα ζωγραφίσεις για μένα ένα δέντρο πάνω σε ένα χαρτομάντιλο; Έλα να με βαρεθείς. Αφού πρώτα , πάνω από το τηγάνι με καυτό λάδι θα τινάζουμε τα βρεγμένα χέρια μας για να θυμίζει τον ήχο της βροχής όταν αρχίζει να πιτσιλίζει. Μην φοβάσαι. Πώς να εξαντληθούν τα φιλιά αν σε μεθάνε ; Εξάλλου θα σου λέω ιστορίες μας, χωρίς να ξέρω ότι είναι δικές μας γιατί θα είμαι φουλ μεθυσμένος και εσύ θα χαμογελάς. Θα θυμάσαι.
Λέμε στα Ελληνικά – μιας και έπεσε η κουβέντα, στα Αλβανικά λέμε – μιας και έπεσε η λέξη. Έπεσε η κουβέ (ρ)τα , κρυώνεις; Kαι κάτι αστέρια από τα μάτια σου έπεσαν.
Είμαι πολύ προβλέψιμος και κακός ποιητής και εσένα όμως σε πήρε η ανατολή. Όταν μιλάω σηκώνω τα φρύδια μου και γελάω που γελάς με αυτό και μ’ αρέσει που μόνο εσύ το έχεις παρατηρήσει.. Θυμάσαι πως ήρθα δίπλα σου ; Ήξερες το όνομα μου και όπως πάντα σήκωσα τους ώμους μου, χαρούμενος. Έχω στα χέρια μου το κουτί, υπάρχει ακόμα το ζάρι, η φωτογραφία με τον Καλουτίνιο μαζί. Όλα υπάρχουν, πάντα.
Ξέρεις πως στην μεγαλύτερη απόλαυση ή και στον μεγαλύτερο πόνο, οι εκφράσεις του προσώπου είναι ίδιες. Από την ηδονή στο πρόσωπο μέχρι και ένας πόνος από μια γροθιά πικρή, απαιτούν ξεφύσημα και μια έκφραση που δείχνει πως περνάει κάτι από το σώμα μας, έντονο.  Κάπως έτσι τα λέει ο Έσσε σε ένα βιβλίο που διάβαζα στο ποιο ωραίο μπαλκόνι του κόσμου. Πράσινο βέβαια. 
Θα μου πεις τι έχω;
Είχα τόση χαρά μέσα μου που αντί να σε περιμένω στην πλατεία κατέβηκα προς το δρόμο που ερχόσουν για να σε προλάβω, κουβαλούσες και εσύ μανταρίνια και τόση χαρά μαζί σου και ένας Θεός ξέρει πως και είχες ανέβει προς το σπίτι μου για να με προλάβεις, χωρίς να σε δω κι όλας. Η χαρά δρα και σκέφτεται ανάποδα. Έρχεται ανάποδα. Σε λίγες ώρες ταξιδεύω και έτσι είμαι πάντα. Δεν σου έδωσα ένα χαρτί, είχα γράψει πάνω : Παραλίγο να ζήσω..


Παραλίγο να ζήσω
Παραλίγο να ζήσω
Παραλίγο να ζήσω