Κοιμάμαι σε ένα σπίτι που λέγεται «σημειώσεις ανυπομονησίας» δεν είμαι εγώ, το σπίτι υπήρχε, εγώ όχι, το σπίτι θα υπάρχει εγώ όχι. Δεν μένω συνέχεια στο σπίτι όπως δεν κατοικώ συνεχώς στο σώμα μου. Το σπίτι έχει δυο παράθυρα. Στο ένα βλέπεις απ’ έξω, στο άλλο βλέπεις κολλημένες φωτογραφίες από μιαν άλλη χώρα. Στο σπίτι πέρασαν επισκέπτες και όνειρα. Όπως είπε κάποιος είναι και αυτό ένα σπίτι που δεν είναι σπίτι.. Ένα βιβλίο στο τραπέζι, που διαβάζεται όσο αντέχω, δηλαδή πάντα. Αντέχοντας όσο μπορώ να χαρώ. Πεσσόα. Ποίηση που λιγοστεύει. Ημερολόγιο συγχυσμένο. Εσύ. Περνάς έξω από το παράθυρο. Καμιά φορά κοιτάς μέσα από το παράθυρο εμένα έξω να περιμένω το χιόνι, μια καλοκαιρινή μέρα. Το σπίτι το πολιορκεί η μνήμη. Δύο εραστές μάλλον, έζησαν κάποτε περαστικά εδώ, όσο έλειπα μαζεύοντας λέξεις στην καινούργια για μένα χώρα. Ο Κλίντι και η Μάργκαριτ. Διάλεξαν να φύγουν χωριστά εντελώς σε αντίθετους δρόμους χωρίς να ξέρουν πως έτσι, κάποια μέρα, θα πέσουν ο ένας πάνω στον άλλον.. Έξω από το σπίτι δεν υπάρχει καμία πολιτική αφίσα. Δέχεται όλο και λιγότερα γράμματα αν και δύο γράμματα που ήρθαν μυστηριωδώς, μου αρκούν να χαίρομαι. Το σπίτι είναι πράσινο. Όλα είναι πράσινα. Στο παράθυρο που βλέπεις έξω, ένας κάκτος δεν σου επιτρέπει να το αγγίξεις. Εμφανίστηκε ύποπτα και έπειτα ζήτησε παρέα, απ’ έξω μόνο, παράξενος κάκτος, του μιλάς και λέει καληνύχτα. Στη σοφίτα κοιμάται καμιά ο φιλόσοφος. Τρώει παράξενα φαγητά και κοιτά από το παράθυρα, μιλά για όλα σαν να είναι ένα. Τις προάλλες είπε. Κάθεσαι και γράφεις ενώ η Γη γυρίζει. Τι να κάνω ρώτησα. Κρατήσου από κάπου, είπε. Εγώ γυρίζω σαν νυχτερίδα ανάποδα και βλέπω τον κόσμο ίδιο με πριν. Δυο- τρεις γείτονες μου στέλνουν αντανακλάσεις του ήλιου με σπασμένους καθρέφτες. Οι λέξεις με κλειδώνουν στο σπίτι και εγώ τους πιάνω κουβέντα, τις προδίδω, τις βάζω δίπλα- δίπλα, εκείνες μεθάνε και με αφήνουν να φύγω και όταν επιστρέφω τις βλέπω θυμωμένες. Δεν σαν άφησα έτσι θέλω να τους φωνάξω (λες και είναι παιδιά) αλλά πρέπει να ανοίξω τα παράθυρα πρώτα και έξω θα είσαι εσύ. Θέλω μια ολόκληρη μέρα να σε βλέπω. Να σου γράφω, με παιδικές λέξεις βλέπεις.